Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλκεσθαι

См. также в других словарях:

  • ἕλκεσθαι — ἕλκω sulcus pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομότονος — η, ο (Α ὁμότονος, ον) 1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη 2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο 3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό νεοελλ. (για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • deuk- —     deuk     English meaning: to drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen”     Material: Gk. δαι δύσσεσθαι ἕλκεσθαι Hes. (*δαι δυκ ι̯ω with intensive reduplication as παι φάσσω). In addition perhaps also δεύκει φροντίζει Hes., wherefore Hom.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»