-
1 πέλαγος
πέλαγος, εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3, 91. Merkwürdig ist Odyss. 5, 335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι ϑεῶν ἐξέμμορε τιμῆς; vgl. dazu Iliad. 21, 59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Iliad. 13, 495 ὡς ἴδε λαῶν ἔϑνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20, 169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h. Apoll. 73; auch Hom. h. 33, 15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν; vor Augen hat es auch Eurip. Troad. 88 ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων: ἀντὶ τοῠ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης ϑαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις; auch Apoll. Rh. 3, 349 πελάγη στυγερῆς ἁλός; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7, 5, 2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει; Ol. 7, 56 ἐν πελάγει ποντίῳ; Pyth. 4, 251 ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυϑρῷ; Apoll. Rh. 2, 608 πέλαγος ϑαλάσσης; Thucyd. 4, 24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐςπίπτουσα ἡ ϑάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσϑη; Malal. p. 485, 21 ἐν τῷ καιρῷ τοῠ σεισμοῦ ἔφυγε ϑάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν; endlich Evang. Matth. 18, 6 καταποντισϑῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς ϑαλάσσης. – Πέλαγος personificirt und identisch mit πόντος bei Hesiod. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι ϑῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος Αἰγαῖον, und ähnl. oft; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Uebertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; vgl. Soph. O. C. 1746 Eurip. Suppl. 824 Hippol. 822; eine andere Uebertragung Soph. O. C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen; ferner Menand. bei Athen. XIII, 559 e πέλαγος πραγμάτων; Plat. Protag. 338 a τὸ πέλαγος τῶν λόγων; Conv. 210 d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ; Themist. 13, 177 c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten: Herodot. 3, 41 und 8, 60, 1 im sing., im plur. 4, 85 ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοϑέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε ϑωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4, 49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6, 13 τῷ τε 'Ιονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8, 80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4, 24, s. oben; Xenoph. Mem. 4, 3, 8 πελάγη περᾷν; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν; Plat. Axioch. 370 b διαπεραιώσασϑαι πελάγη.
-
2 πέλαγος
πέλαγος, ους, τό (Hom. et al.; OGI 74, 3; IG XII/2, 119, 7; 2 Macc 5:21; TestSol; TestAbr A 17 p. 98, 27 [Stone p. 44]; TestNapht 6:5; EpArist 214; Philo, Joseph.; loanw. in rabb.).① open sea (as opposed to stretch of water near land), the open sea, the depths (of the sea) (Aristot., Probl. Sect. 23 Quaest. 3, 931b, 14 f. ἐν τῷ λιμένι ὀλίγη ἐστὶν ἡ θάλασσα, ἐν δὲ τῷ πελάγει βαθεῖα; Jos., Bell. 1, 409) τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης (Apollon. Rhod. 2, 608. Cp. also Eur., Tro. 88 πέλαγος Αἰγαίας ἁλός. Hesych.: πέλαγος … βυθός, πλάτος θαλάσσης): ἐν τῷ π. τῆς θαλάσσης in the open (deep) sea Mt 18:6 (Jos., C. Ap. 1, 307 of lepers ἵνα καθῶσιν εἰς τὸ πέλαγος); sim. ἐν τῷ μεγάλῳ πέλαγει AcPl Ha 7, 25.② independent part of a whole body of water, sea (mostly so: Aeschyl. et al.; Diod S 4, 77, 6 τὸ πέλ. Ἰκάριον; Philo, Op. M. 63; Jos., Ant. 2, 348) τὸ π. τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν the sea along the coast of Cilicia Ac 27:5.—DELG. M-M. -
3 πέλαγος
πέλαγος, εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen -
4 πέλαγος
Grammatical information: n.Meaning: `offing, high sea, sea surface, sea' (Il.); on the meaning etc. Lesky Herm. 78, 260ff.).Compounds: Rare late compp. like πελαγο-δρόμος `sailing on, flying over the sea' (Orph., PMag. Par.), εὑ-πελαγής `lying by a fair sea' (Orph.).Derivatives: πελάγ-ιος `belonging to the sea' (trag., Th., X., Arist.; after ἅλ-ιος, θαλάσσ-ιος), - ικός `id.' (Plu.), - ῖτις f. `id.' (AP); - αῖος surn. of Poseidon (Paus.; after Άγοραῖος etc.). Verbs: πελαγ-ίζω, also with ἐν-, `to form a sea, to be flooded, to be out in the open sea, to sail on the sea' (Hdt., X., Str.) with - ισμοί pl. `experiences at sea' v.t. (Alciphr.); - όομαι `to form a sea, to overflow' (Ach. Tat.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Beside πέλαγος stand with final tenuis monosyll. and w. short vowel πλάξ, - ακός f. `plain, plain of the sea etc.' (s. v.); with voiced consonant πλάγ-ιος `athwart, transvers, sloping, crooked', s.v. w. further connections, a.o. Lat. plag-a `plain, region'. A full grade disyllabic form is further not attested, but may be found with diff. suffix in πέλανος (s. v.). (Not here the `zero grades' παλάμη, παλαστή (s. vv.). On the formation of πέλαγος cf. further τέναγος, σελαγέω (Schwyzer 496). S. also Πελασγοί. - Nothing confirms the connection of this word with * pelh₂- `spread out'; the words with πλαγ\/κ- cannot phonetically be connected. So the word seems rather Pre-Greek.Page in Frisk: 2,493Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέλαγος
-
5 πελαγος
- εος τό1) море, преимущ. открытое, морской просторἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Her. и ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης NT. — в открытом море;
πόντων и πόντου π. Pind., ἅλιον и ἁλός π. Eur. — открытое море, морская пучина2) ( в отличие от θάλασσα)( определенное) море (Αἰγαῖον π. Aesch.; τὸ Τυρσηνικὸν π. Thuc.)
3) перен. океан, бездна, безмерность(κακῶν Aesch.; τῶν λόγων Plat.)
-
6 Πέλαγος
Πέλαγοςthe sea: masc nom sg -
7 πέλαγος
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc sg -
8 πέλαγος
πέλᾰγος (-εϊ, -ος; -εσσι.)1 (expanse of) the seaφαντὶ οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
“ ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P. 4.251
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγεϊ ὑπερόχους N. 3.23
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) N. 4.49 ]δέ μιν ἐν πελ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Wil.: πελ[α]γε[ι] G-H.) Πα. 7B. 46. ( δελφῖνος) τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. met., πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. -
9 πέλαγος
πέλαγος, εος: the open, high sea; pl., ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν, ‘in the briny deep,’ Od. 5.335.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέλαγος
-
10 πέλαγος
-
11 πέλαγος
{сущ., 2}(открытое) море, глубина.Синонимы: 2281 ( θάλασσα).Ссылки: Мф. 18:6; Деян. 27:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πέλαγος
-
12 πέλαγος
{сущ., 2}(открытое) море, глубина.Синонимы: 2281 ( θάλασσα).Ссылки: Мф. 18:6; Деян. 27:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πέλαγος
-
13 πέλαγος
(открытое) море, глубина; син. θάλασσα.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέλαγος
-
14 πέλαγος
-
15 πέλαγος
-ους + τό N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 5,21; 4 Mc 7,1sea, open sea -
16 πέλαγος
[пэлагос] ουσ ο море, открытое море. -
17 πέλαγος
Aπελαγέων Hdt.4.85
, S.Aj. 702 (lyr.),πελαγῶν Th.4.24
; [dialect] Ep. dat. πελάγεσσι (v. infr.):— the sea, esp. high sea, open sea,π. μέγα Il.14.16
, Od.3.179, etc.;ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Hdt.8.60
.ά ; διὰ πελάγους out at sea, opp. παρὰ γῆν, Th.6.13 : freq. coupled with other words denoting sea,ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν Od.5.335
;π. θαλάσσης A.R.2.608
; π. πόντιον, πόντου π., Pi.O.7.56, Fr. 235 ; ἅλιον π. E.Hec. 938 (lyr.).2 of parts of the sea ([etym.] θάλασσα), freq. with geographical epith., Αἰγαῖον π. A.Ag. 659, etc., cf. Hdt.4.85 (π. Αἰγαίας ἁλός E.Tr.88
, Men.Pk. 379) ;Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων S.Aj. 702
(lyr.), cf. Luc.Icar.3 ;ἐκ μεγάλων πελαγῶν τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ Th.4.24
.II metaph., of any vast quantity, πλούτου π. Pi.Fr. 218 ; κακῶν π. a ' sea of troubles', A.Pers. 433 ;π. ἀτηρᾶς δύης Id.Pr. 746
; ἄτης ἄβυσσον π. Id.Supp. 470 ;κακῶν π. εἰσορῶ τοσοῦτον ὥστε μήποτ' ἐκνεῦσαι E.Hipp. 822
(lyr.) ;ἀληθινὸν εἰς π. αὑτὸν ἐμβαλεῖς.. πραγμάτων Men.65.6
;φεύγειν εἰς τὸ π. τῶν λόγων Pl.Prt. 338a
;φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο π. οὐδὲ πλώσιμον S.OC 663
; of great difficulties, μέγ' ἄρα π. ἐλαχέτην τι ib. 1746 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέλαγος
-
18 πέλαγος
seaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πέλαγος
-
19 Ιόνιο(ν) πέλαγος
το Ионическое море -
20 Ιόνιο(ν) πέλαγος
το Ионическое море
См. также в других словарях:
πέλαγος — πέλαγος, το και πέλαγο, το γεν. πελάγους και πελάγου, πληθ. πέλαγα και πελάγη 1. ανοιχτή θάλασσα μακριά από τις ακτές. 2. θαλασσινή έκταση μικρότερη από τον ωκεανό και τη θάλασσα: Αιγαίο, Ιόνιο πέλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέλαγος — the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλαγος — the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… … Dictionary of Greek
Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα … Dictionary of Greek
Ιόνιο πέλαγος — Τμήμα της Μεσογείου που ορίζεται στα Β από τη νότια Ιταλία, στα Α από την Αλβανία και την Ελλάδα, στα Δ από την ανατολική ακτή της Σικελίας και τη χερσόνησο της Καλαβρίας· στα Ν το όριό του δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς. Με τον πορθμό… … Dictionary of Greek
Μυρτώο Πέλαγος — Τμήμα του Αιγαίου πελάγους, στα ανατολικά του. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο, που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, πνίγηκε σ’ αυτό από τον Πέλοπα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ονομασία του… … Dictionary of Greek
Τυρρηνικό πέλαγος — Ονομαζόταν έτσι το τμήμα εκείνο της Μεσογείου θάλασσας που εκτείνεται από τη νοτιοδυτική πλευρά της Ιταλικής χερσονήσου έως την Κορσική, τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Ο Πτολεμαίος όμως και ο Στράβων Τ.π. ονόμαζαν το μεσαίο τμήμα της θαλάσσιας αυτής … Dictionary of Greek
πελάγει — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (attic epic) πελάγεϊ , πέλαγος the sea neut dat sg (epic ionic) πέλαγος the sea neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάγη — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαγέων — πέλαγος the sea neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)