-
21 φυτεια
ἥ1) посадка, насаждение(τῶν δένδρων Xen.)
2) произрастание, прозябание (sc. τοῦ σπόρου Xen.)3) произведение на свет, деторождение Plat.4) посаженное растение NT. -
22 ψιλωσις
-
23 κόμη
η волосы, шевелюра;των δένδρων — крона деревьев -
24 δάκρυον
δάκρυον, τό, used in sg. δάκρυον, pl. δάκρυα, -ύων, -ύοις, [dialect] Ep. gen. pl. δακρυόφι ([etym.] - φιν) Il.17.696, Od.5.152, etc.: (v. δάκρυ):—A tear,δ. θερμὰ χέων Il.16.3
; δ. λείβειν, εἴβειν, 13.88, Od.4.153;βλεφάρων ἄπο δ. ἧκεν 23.33
;ἐς δάκρυα πεσεῖν Hdt.6.21
;ἴσχειν πηγὰς δακρύων S.Ant. 803
(lyr.), etc.;μετὰ πολλῶν δ. ἱκετεύειν Pl.Ap. 34c
.2 that which drops like tears, gum, sap,τῆς ἀκάνθης Hdt.2.96
;κρομμύου Hp.Mul.2.201
;τῶν δένδρων Arist.HA 553b28
;ἀμπέλου AP11.298
;τὸ ἤλεκτρον καὶ ὅσα λέγεται ὡς δάκρυα Arist.Mete. 388b19
; δ. κάμωνος, = σκαμμωνία, Nic.Al. 484; of the bulbils of κρίνον (q.v.), Thphr. HP2.2.1, al.II = δάκρυμαι, 1, AP7.527 (Theodorid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάκρυον
-
25 μόρφωσις
A shaping, bringing into shape,σχηματισμὸς καὶ μ. τῶν δένδρων Thphr.CP3.7.4
, cf. Gal.4.640, Ptol.Tetr.27, Heph. Astr.1.3.II form, semblance, Ep.Rom.2.20, 2 Ep.Ti.3.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόρφωσις
-
26 ἄλιζα
ἄλιζα· ἡ λεύκη τῶν δένδρων, i.e.A abele (Maced.), Hsch. -
27 ἐλλαμβάνω
A receive, Supp.Epigr.2.264.6 (Delph., ii B.C.).II [voice] Med., [tense] aor. 2ἐνελαβόμην IG12(5).1061.10
([place name] Carthaea):— seize hold of,τῶν δένδρων ταῖς ἕλιξι Dsc.4.183
, cf. Ph.1.21, al., J.AJ6.7.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλαμβάνω
-
28 ἐναποκρύπτω
A conceal,τὰς δυνάμεις Jul.Or.1.38c
:—[voice] Pass.,τῷ δάσει τῶν δένδρων Str.15.3.7
, cf. Sch.Luc. Cat.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποκρύπτω
-
29 ἔνθετος
ἔνθετ-ος, ον,A capable of being put in,εἰ.. ἦν ἔ. ἀνδρὶ νόημα Thgn.435
;ἐξαίρετα καὶ ἔ. Orib. 49.4.80
.2 grafted,τὰ ἔ. τῶν δένδρων Hp.Nat.Puer.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνθετος
-
30 ὑπεύδιος
ὑπεύδιος, ον,A under the calm sky,γέρανοι Arat.1012
; τὰ ὑπεύδια καὶ κατασκιαζόμενα τῶν δένδρων sheltered.. trees, Plu. ap. EM103.53 = Sch.Il.15.625.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεύδιος
-
31 ἔνθετος
ἔν-θετος, eingesetzt, eingelegt, eingepflanzt, od. einzupflanzen; τὰ ἔνϑετα τῶν δένδρων, gepfropfte Bäume -
32 φύσις
φύσις [pron. full] [ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (I origin,φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1
(cf. Plu.2.1112a);φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c
;ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12
;φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16
; freq. of persons, birth,φύσει νεώτερος S.OC 1295
, cf. Aj. 1301, etc.;φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134
; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d
; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325
; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13
.II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33
): hence,1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)ἔδειξε Od.10.303
;φ. τῆς χώρης Hdt.2.5
;τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2
, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;τῆς τριχός X.Eq.5.5
; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74
;αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134
;ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c
;ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11
, etc.;ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28
(Epist.Plotinae).2 outward form, appearance,μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49
(67);μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496
; (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071
(troch.), cf. Nu. 503;τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75
.3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43
;φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7
;φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1
.b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5
, al.;φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17
.4 of the mind, one's nature, character,ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5
;εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874
; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;φ. φρενός E.Med. 103
(anap.);ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76
;φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2
;ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168
; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489
;ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441
;τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458
(lyr.), cf. 1282 (lyr.);Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187
;ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19
; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40
; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18
;θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4
: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c
, cf. 375b, al.: prov.,ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a
.b instinct in animals, etc., Democr.278; ap. Stob.1.41.6;ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1
, cf. 12.1.5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;χθονὸς φ. A.Ag. 633
; esp. in Pl.,ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b
;ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b
; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c
;ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d
, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.III the regular order of nature,τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176
;κατὰ φύσιν Pl.R. 444d
, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); (cf. Pl.Grg. 488b);κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112
; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18
; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.
Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275
, cf. 279, al.;ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3
; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2
; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44
Ai 32 (Vorsokr.5);ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15
;τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492
;οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c
;φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79
, cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44
Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b; ;τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36
.IV in Philosophy:1 nature as an originating power,φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16
;ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33
; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8
, cf. Mete. 381b5, etc.;φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123
;ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44
; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469
;Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12
;ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14
.2 elementary substance,κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c
, cf. Arist.Fr.52 (defined asτὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3
);τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33
: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;ἄτομοι φ.
atoms,Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83
.3 concrete, the creation, 'Nature',ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910
(anap.);περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c
; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a
;περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13
(anap.); so later,ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1
;τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8
; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c
, cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.b of plants or material substances,φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49
;ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4
.VI kind, sort, species,ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165
(anap.);ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d
; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062
, cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence, -
33 ὑπόθεσις
A proposal, proposed action,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
;ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c
; intention, policy,πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136
;διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51
; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90
;τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48
;ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28
;πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18
;ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46
; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7
; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1
;τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2
;τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5
;πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1
, cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4
.2 suggestion, advice,ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7
(iii B. C.);διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8
, cf. 2.52.6, 4.24.2;κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5
; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.3 purpose, ;λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31
;ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56
;ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15
;τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17
; [οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56
.4 occasion, excuse, pretext,οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5
; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.
2.60;ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26
;μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18
.5 actor's role,τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22
;ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38
, cf. 41;τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39
.6 function, occupation, station in life, [Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2
; [Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7
;τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7
, cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.7 practical problem,κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4
;ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2
.II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d
;ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13
;ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63
, cf. Gal.6.124;τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1
;τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242
;ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76
;ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63
, cf. 12.161;μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77
, cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83
;περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35
;τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36
, cf. Pl.Def. 415b;ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15
; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53
; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.2 case at law, lawsuit,γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29
(Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18
(iv A. D.).3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18
; plot, story,μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62
, cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.4 speech,αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1
; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12
; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.5 a kind of play or pantomime,μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e
; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3
.III supposition,ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b
, cf. 92d, Sph. 244c;πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32
; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810
; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25
-6, cf. 41a25;δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.ὑπόκειμαι 11.8
), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8
, cf. b30;τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10
; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4
(cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299
.2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15
; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4
;λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f
, cf. 721d;ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9
, cf. 11.b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23
;ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17
.3 starting-point,ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130
; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.4 raw material,τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35
;οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31
.V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b
, cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις
-
34 διάφορος
διάφορ-ος, ον,A different, unlike, Hdt.2.83, 4.81, Pl.Lg. 964a, etc.;παρά τι Iamb. Myst.3.30
: c. gen., differing from, Pl.Phlb. 61d, etc.b several, various,κατὰ τὰς δ. ὕλας Phld.Sign.24
;δ. πρόσωπα POxy.1033.88
(iv A.D.), cf. Ep.Hebr.9.13.c ambiguous, Hsch.2 differing or disagreeing with another,πολλοῖς δ. εἰμι E.Med. 579
; esp. in hostile sense, at variance with,Κλεομένεϊ Hdt.5.75
;τοῖς οἰκείοις Lys.14.44
; ἀλλήλοις, ἑαυτοῖς, Pl.Prt. 337b, Lg. 679b;ἀνώμαλος καὶ δ. πρὸς ἑαυτόν Plu.Sull.6
: c. gen., δ. τινος one's adversary, D.29.15, cf. Antiph.209.1, Philem.162.3 excellent, distinguished, remarkable, Antiph.175.3;δ. γλυκύτητι D.S.2.57
;πρὸς ἀρετήν Plu.Cleom.16
: [comp] Comp.,ὄνομα Ep.Hebr.1.4
.4 making a difference to one,a in good sense, advantageous, profitable, important,δ. ἑτέρου μᾶλλον Th.4.3
;πρὸς σωτηρίαν Pl.Lg. 779b
.b rarely in bad sense, disagreeable, γείτονα γείτονι μηδὲν ποιεῖν δ. ib. 843c.II as Subst., διάφορον, τό,1 difference,σμικρόν τι τὸ δ. εὕροι τις ἄν Hdt.2.7
; διάφορα πολλὰ θεῶν βροτοῖσιν εἰσορῶ I see many differences between gods and men, E.Supp. 612 (lyr.); μέγα τὸ δ. ἐστι (v.l. διαφέρον) Hp.Art.14;ἆρα μικρὰ τὰ δ. ἑκατέροις τῆς οὑσίας; Is.11.47
; .2 what concerns one, τῶν ἡμῖν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων matters of the greatest concern to us, Th.4.87;τηλικούτων ὄντων αὐτῷ τῶν δ. D.19.68
, cf. Arist.Oec. 1352b2.3 difference, disagreement, ἕνεκα τῶν αὐτοῖς ἰδίᾳ δ. on account of their private differences, Th.1.68, cf. 2.37; τὸ Ἀθηναίων δ. difference with the A., Id.2.27.4 in reference to money-matters, difference, balance, Hyp.Eux.17, cf. Epict.Ench.25.4; expenditure, Arist.VV 1251b10;ἡμικρολογία ἐστὶ φειδωλία τοῦ δ. Thphr.Char.10.1
: in pl., expenses, D.32.18, IG5(1).1390.45 (Andania, i B.C.); losses, OGI90.30 (ii B.C.), WilckenChr.11 B8 (ii B.C.).b ready money, cash,χρείας γενομένης ἀναγκαίας τῷ δήμῳ διαφόρου IG12(7).388.7
([place name] Amorgos); sum of money, PSI4.330.8 (iii B.C.), UPZ3.7 (ii B.C.), Plb.4.18.8, IG12(5).653.56 (Syros, i B.C.), etc.: pl., Plb.31.27.13, CIG 2695 ([place name] Iasus); interest,ἐπὶ διαφόρῳ ἡμιολίας POxy.1040.8
(iii A.D.); price, Luc.Herm.81, D.L.6.9.III Adv. - ρως with a difference,τοῖς παροῦσιν ἤθεσι δ. πολιτεύειν Th.6.18
, cf. Pl. Ion 531b: c. gen.,δ. τῶν λοιπῶν δένδρων Gp.10.37.1
; in a variety of ways, Phld.D.3.9: [comp] Comp.- ώτερον Id.Mus.p.109K.
3 pre-eminently,πρᾶος καὶ φιλάνθρωπος τῶν ἄλλων δ. ὤν Id.24.196
, cf. J.BJ2.8.9 ([comp] Sup.);δ. συναρέσκει Men.Epit. 333
, cf. Pk.72; excellently, with distinction, ἀγωνίσασθαι Sosyl.p.30B.;δ. ἀπειργασμένος Plb.13.7.2
: [comp] Comp.- ώτερον Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάφορος
-
35 ἈΝΤί
ἈΝΤί, praeposit. c. gen. Als adv. findet es sich nicht, da ἄντα, ἐναντίον dessen Stelle vertreten; über die Vrbdg mit dem bloßen inf ohne τοῦ s. unten. Es steht hinter dem regierten Wort, Il. 28, 650 Aesch. Ag. 1250 u. in einigen anderen Dichterstellen, ohne die Anastrophe zu erleiden, s. Lehrs Quaestt. epice. P. 71 sqq. Gegenüber, a) örtlich: in dieser Bedeutung wird ἀντία u. ἄντα bei Hom. gebraucht, aber nicht ἀντί; man muß also lesen Od. 4, 115 χλαῖναν ἄντ' ὀφϑαλμοῖιν ἀνασχών, = ἄντα, vor beide Augen, nicht ἀντ' ὀφϑαλμοῖιν = ἀντί; Iliad. 21, 481 ἀντί' ἐμεῖο στήσεσϑαι = ἀντία, nicht ἀντί; ἄντ' Αἴαντος ἐείσατο 15, 415; ἄντ' ἠελίοιο, gegen die Sonne gekehrt, Hes. O. 725. Vgl. Spitzner exc. XVII. zur Il. Dagegen kann man hierher ziehen ἀνϑ' ὧν (δένδρων) ἑστηκότες, hinter den Bäumen stehend, Xen. An. 4, 7, 6. – b) Homerisch ist ἀντί in der Bdtg »gleich«, ἴσος; Iliad. 21, 75 ἀντί τοί εἰμ' ἱκέταο, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἴσος ἱκέτῃ εἰμί; 9, 116 ἀντί νυπολλῶν λαῶν ἐστὶν ἀνὴρ ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ, so viel werth wie viel Volk, vgl. Scholl. Aristonic.; Od. 8, 546 ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός ϑ' ἱκέτης τε τέτυκται, gilt einem Bruder gleich, vgl. Scholl. Ariston. Iliad. 21, 75; Iliad. 8, 163 γυναικος ἄρ' ἀντὶ τέτυξο, wo auch ἀντιτέτυξο u. ἀντετέτυξο u. ἀντ' ἐτέτυξο gelesen wird, vgl. Scholl.; sehr zweifelhaft Iliad. 8. 233, s. unter ἄντα u. vgl. Lehrs Aristarch. p. 120 sq. Auch in Prosa, ὃν ἀγῶνα ἐγώ φημι ἀντὶ πάντων τῶν ἐνϑάδε ἀγώνων εἶναι, er ist ihnen gleich zu achten, od. noch vorzuziehen, Plat. Gorg. 526 e; δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων, wie gekaufte Sklaven, Dem. 17, 3; bes. ἑλέσϑαι τι ἀντί τινος, es nicht bloß gleichsetzen, sondern noch vorziehen, wobei der Gebrauch unter d) zu vergleichen, z. B. ἀντὶ ὧν ἔχω πάντων ἐλευϑερίαν ἑλοίμην ἄν Xen. An. 1, 7, 3; Thuc. 4, 20; ἀντὶ πολλῶν χρημάτων Dem. 1, 1; auch ἀγαπᾶν τι ἀντί τινος Plut. Alex. 42; ἀντὶ παντὸς ἔχειν, d. i. sehr hohen Werth auf etwas legen, C. Graech. 8; ἓν ἀνϑ' ἑνός, eins gegen das andere gehalten, d. i. besonders, gerade, z. B. πάντων ἡγούμεϑα ἄριστον ἓν ἀνϑ' ἑνός Plat. Phil. 63 c Rep. I, 331 b. Dah. auch nach ἄλλος, w. m. s., u. sogar nach dem comparativ., Soph. Ant. 182 Trach. 574. Ferner bedeutet es – c) einen Uebergang in einen andern Zustand, βελτίους ἐποίησε τοὺς πολίτας ἀντὶ χειρόνων, er machte aus schlechteren bessere Bürger, Plat. Gorg. 515 d; ἀντ' ἐλευϑέρων γενόμενοι δοῠλοι, aus Freien Sklaven geworden, Polit. 308 a; πολέμιον ἀντὶ φίλου καταστῆναι, aus einem Freunde ein Feind werden, Her. 1, 87; vgl. Thuc. 1, 86; ἐγίνετο φίλος χρήσιμος ἀντὶ ἀχρήστου Xen. Cyr. 8, 1, 11. Aehnl. ἀντὶ τούτων τῶν αἰσχρῶν ὀνομάτων εὐδαίμονες κέκληνται, statt dieser schimpflichen Namen haben sie den der Glücklichen, Plat. Rep. I, 344 b. Allgemein – d) das Eintreten in die Stelle eines Andern: statt; Ἕκτορος ἀντὶ πεφάσϑαι, statt des Hektor getödtet sein, Il. 24, 254; καί κέ τοι ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο Od. 20, 307; ἀμείβειν τι ἀντί τινος Pind. P. 4, 17; βασιλεύειν ἀντ' ἐκείνου Her. 1, 108; Xen. An. 1, 1, 4; τάφρον ποιεῖν ἀντ' ἐρύματος 1, 7, 16; καϑιστάναι ἀντί τινος Mem. 3, 1, 12; u. dah. beim Preise einer Sache, ἀντ' ἀργυρίου ἀλλάξασϑαι, für Geld eintauschen, Plat. Rep. II, 371 a; νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον Her. 3, 59. Aehnl. ἀντὶ τῶν πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπολαῦσαι, wenig Genuß fürviele Arbeit, Plat. Phaedr. 255 e, u. Sp., wie ἀντὶ βρώσεως μιᾶς ἀπέδοτο τὰ πρωτοτόκια Matth. 5, 38. Von der Widervergeltung, Hom. Iliad. 23, 650 σοὶ δὲ ϑεοὶ τῶνδ' ἀντὶ χάριν μενοεικέα δοῖεν; Od. 22, 290 τοῦτό τοι ἀντὶ ποδὸς ξεινήιον, ὅν ποτ' ἔδωκας Οδυσῆι. So vom jus talienis, ὀφϑαλμὸν ἀντὶ όφϑαλμοῦ, Auge um Auge, Matth. 5, 28. Aber ἐλάβομεν χάριν ἀντὶ χάριτος Ioh. 1, 16 an die Stelle der Gnade immer wieder neue Gnade, womit man Theogn. 342. 344 vgl., wo dem δὸς δέ μοι ἀντὶ κακῶν καί τι παϑεῖν ἀγαϑόν entspricht δοίης δ' ἀντ' ἀνιῶν ἀνίας; – ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυϑείς, Mann gegen Mann, Thuc. 5, 3. So bes. ἀνϑ' ὧν für ἀντὶ τούτων, ἅ, z. B. εὖ ἔπαϑον, εὖ πεποίημαι, für das Gute, das ich erfahren habe, Xen. An. 1, 3, 4. 6, 1, 48 u. öfter; u. allgem.: dafür daß, z. B. ἀνϑ' ὧν ἔϑυσεν αὐτήν Soph. El. 565; auch ἀνϑ' ὧν ἱκνοῦμαι ὑμᾶς, deshalb, O. C. 1044; ebenso ἀνϑ' ὅτου ἡμάρτανον 971; ἀνϑ' οὗ ἔχεις ἀϑυμίαν Ant. 237; vgl. Aesch. Prom. 31; ἀνϑ' ὅτου οἱ ϑεοὶ νίκην διδόασιν, wofür, Plat. Alc. II, 148 e; ἀντὶ τίνος; weshalb? Lys. 208 e; ἀντὶ τοῦ; Xen. Cyr. 8. 3, 31. – Mit dem inf. gew. = statt, ἀντὶ τοῦ ἀρήγειν Xen. Cyr. 4, 2, 19; vgl. Mem. 1, 2, 64; Her. läßt auch den Artikel aus, also adverbialisch, ἀντὶ δὲ ἄρχεσϑαι ὑπ' ἄλλων ἄρχειν ἁπάντων Her. 1, 210; γενέσϑαι ἀντὶ εἶναι νησιώτας ἠπειρώτας 7, 170; vgl. 6, 32; selten: dafür daß; – ἀντὶ παίδων τῶνδε ἱκετεύομεν, um dieser Kinder willen, d. i. bei deinen Kindern flehen wir, Soph. O. C. 1326.
In der Zusammensetzung bedeutet es a) gegenüber, entgegen, ἀντιλέγω, ἀντίπαλος. – b) Gleichheit, ἀντιάνειρα, ἀντίϑεος. – c) am häufigsten Vergeltung, ἀντιβοηϑέω, ἀντέξειμι. – d) ein Stellvertreten, ἀντιβασιλεύς.
-
36 καρπός
καρπός, ὁ (mit κάρφω zusammenhangend), 1) die Frucht; häufig durch Zusätze näher bestimmt, ἀρούρης, Feldfrucht, Getreide, Il. 6, 142, wie καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes. O. 117; ἐλαίας Pind. N. 10, 65, wie Aesch. Pers. 609; βύβλο υ Suppl. 772; γαίας καὶ βροτῶν Eum. 867; χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων Eur. Herc. Fur. 397; Δηοῦς, Getreide, Ar. Plut. 515; vom Weine, μελιηδής Il. 18, 568; Δήμ ητρος Xen. Hell. 6, 3, 6; ἀμπέλινος Her. 1, 212; Feldfrucht, im Ggstz von Wein, Ar. Eccl. 14 Nubb. 1119; δένδρων Plat. Prot. 321 b; τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριϑῶν καρπόν Menex. 238 a; τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρπο ύς Crat. 410 c; τὸν ἐπέτειον καρπόν (collectiv) ἀφαιρεῖσϑαι Rep. V, 470 b; Sp., ξύλινοι, σιτικοὶ καρποί, Strab. V, 240; – Fruchtkorn, Samen, Xen. Oec. 16, 11. – Auch die Erzeugnisse der Thierwelt, τοῖς καρποῖς τοῖς γιγνομένοις ἐκ τῶν ἀγελῶν Xen. Cyr. 1, 1, 2, wie die Wolle μήλων εὐανϑὴς κ. heißt, Opp. H. 2, 22; Sp. auch Kinder, Hesych. – Uebertr. auf Geistiges, Frucht, Nutzen, Vortheil, Erfolg, ἐπέων Pind. I. 7, 45, φρενός, φρενῶν, die Dichtkunst, des Geistes Frucht, Ol. 7, 8 P. 2, 74; ἥβας καρπός P. 9, 114; γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χϑόνα καρπόν, von bösen Reden, Aesch. Eum. 795; εἰ καρπὸς ἔσται ϑεσφάτοισι Λοξίου, wenn sie Erfolg haben, in Erfüllung gehen, Spt. 600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 717; δεινῶν ὀδυνῶν καρπός Eur. El. 1346; ποῖόν τινα οἴει τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε ϑερίζειν Plat. Phaedr. 260 c; ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πικρότατον Ep. VII, 336 b; Ertrag von einem Hause, Is. 5, 29; Sp., τῆς ν κης Hdn. 8, 3, 15. – 2) die Handwurzel, die Gegend um die Knöchel, durch welche die Hand mit dem Ellenbogen zusammenhängt, Il. 24, 671 Od. 24, 397 u. öfter; gew. faßt Einer den Andern an diesem Theile bei der Hand; χειρός Eur. Ion 1009, öfter. Vgl. Arist. H. A. 1, 15.
-
37 γυμνός
A naked, unclad,γ. περ ἐών Od.6.136
, etc.;τὰ γ. Thphr.Char.4.4
: [comp] Comp.,Ἴρου γυμνότερος Procop.Gaz.Ep. 122
; γυμνὸν στάδιον, opp. ὁπλιτοδρόμος, Pi.P.11.49.2 unarmed,οὐδ' ὑπέμεινε Πάτροκλον, γυμνόν περ ἐόντ' ἐν δηϊοτῆτι Il.16.815
, etc.;γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν Plu.Fab.11
; parts not covered by armour, exposed parts,Th.
3.23, X.HG4.4.12; esp. right side (the left being covered by the shields), Th.5.10.71.3 of things bare, γ. τόξον an uncoveredbow,i.e. taken out of the case, Od.11.607;γ.ὀϊστός 21.417
;γ. μάχαιραι Theoc.22.146
;ξίφος A.R.1.1254
;γ. τῇ κεφαλῇ Pl.Phdr. 243b
.4 c.gen., stripped of a thing,κολεοῦ γ. φάσγανον Pi. N.1.52
, cf. X.Ages.2.14;κᾶπος [δένδρων] γ. Pi.O.3.24
;γ. ὀστράκων A.Fr. 337
;γ. προπομπῶν Id.Pers. 1036
(lyr.); (but alsoγ. τῶν ἀριστείων ἄτερ S.Aj. 464
): in Prose,γ. ὅπλων Hdt.2.141
(v.l.);ἡ ψυχὴ γ. τοῦ σώματος Pl.Cra. 403b
, cf. R. 577b, Grg. 523d: [comp] Comp.ἀνδριάντων -ότερος D.Chr.34.3
.5 lightly clad, i.e. in the undergarment only, Hes.Op. 391, Ar.Nu. 498, Pl.R. 474a, Luc.Herm.23;μικροῦ γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ D.21.216
; of horses, without harness, Arr. Cyn.24.3.6 of facts, naked, bald,γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων D.S.1.76
;γ. τὸ ἔργον διηγήσασθαι Luc.Tox.42
; ;γ. χρῆσθαι τῇ μιμήσει Demetr.Eloc. 112
. Adv. - ῶς baldly, Sch.A.Pers. 740.9 beardless, A.R.2.707.10 scalped, Archil.161.11 γυμνή· ἄνηβος, Hsch.12 prov. of impossibilities,γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις Pherecr.144
, Philem.12. (Akin to Skt. nagnás, Lat. nādus, etc.; cf. λυγνός.) -
38 παραφύω
II [voice] Pass., with [tense] pf. and [tense] aor. 2 [voice] Act., grow beside or at the side, Hdt.2.92, Arist.PA 658a26, Thphr.HP3.17.3, Plu.Dem.31, Plot.5.2.2 ;ἐκ τῶν παραπεφυκότων δένδρων Ael.VH3.1
; ;παραπέφυκεν ἡ Γνάθαινα πλησίον Anaxil.22.13
;τῶν ὀδόντων οἱ παραφυόμενοι τοῖς κατὰ φύσιν Gal.18(2).980
, cf. Dsc.Eup.1.50 ; to be adherent, Gal.2.258.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφύω
-
39 συνδιοικέω
A administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7;ἀγῶνα Milet.1(7).203a17
(ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with,μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως.. SIG353.5
(Ephesus, iv B.C.):—[voice] Med.,παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως.. Thphr.Char.21.11
(s.v.l.):—[voice] Pass., share the advantage of,τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιοικέω
-
40 κόπτω
κόπτω impf. ἔκοπτον; 1 aor. ἔκοψα, mid. ἐκοψάμην; fut. mid. κόψομαι. Pass.: 2 aor. ἐκόπην (Hs 8, 1, 4); pf. ptc. κεκομμένος (Hs 8, 1, 4) (Hom.+; ins, pap, LXX; TestSol; ApcSed 7:10; Ar. 8, 2; Just.; Mel., P. 19, 128; 29, 201)① cut (off) act. (Jos., Vi. 171; Just., D. 86, 6) τὶ ἀπό (or ἔκ) τινος someth. fr. someth. (Quint. Smyrn. 11, 71 κ. τι ἀπό τινος) κλάδους ἀπὸ τ. δένδρων Mt 21:8. κλάδους ἀπὸ τῆς ἰτέας Hs 8, 1, 2; cp. 4; 8, 3, 1; 8, 4, 4f. στιβάδας ἐκ τῶν ἀγρῶν leafy branches from the fields Mk 11:8 (cp. X., Hell. 5, 2, 43; POslo 17, 7 [136 A.D.]; Is 44:14 ξύλον ἐκ τοῦ δρυμοῦ; 2 Ch 2:15; SibOr 3, 651).—Fig. πολὺ κόψετε τῶν προτέρων ὑμῶν ἁμαρτιῶν you will cut off many of your former sins Hs 6, 1, 4.② beat one’s breast as an act of mourning, mid. (Aeschyl., Pers. 683, cp. Cho. 22–31; Pla., Phd. 60b; LXX; Jos., Ant. 7, 41; s. κοπετός) κ. τὰ στήθνη beat their breasts (PGM 36, 139) GPt 8:28. Then abs. mourn (greatly) (Lucian, De Sacrific. 15; 3 Km 13:29 v.l.; Zech 7:5) Mt 24:30; GPt 7:25; (w. θρηνεῖν, q.v. 2 and 3 and Jos., Ant. 8, 273) Mt 11:17; Lk 23:27; (w. κλαίειν, q.v. 1) GPt 12:52, 54; GJs 17:2. W. cognate acc. δύο κοπετοὺς ἐκόπτετο GJs 2:1. κ. ἐπὶ σάκκου καὶ σποδοῦ mourn in sackcloth and ashes B 7:5 (the unusual use of ἐπί is prob. to be explained by the fact that the mourner sat on ashes; cp. 3:2). W. acc. foll. mourn someone (Aristoph., Lys. 396; Pla., Rep. 10, 619c; Anth. Pal. 11, 135, 1; Gen 23:2; 1 Km 25:1 al.; Jos., Ant. 13, 399) Lk 8:52; cp. 23:27; GJs 24:3. τὴν χηροσύνην … τὴν ἀτεκνίαν 2:1. Also ἐπί τινα mourn for someone (2 Km 1:12; 11:26 v.l.) Rv 1:7; 18:9.—EMartino, Morte e pianto rituale nel mondo antico, ’58, 217–20 (lit.). The principal themes of lamentation Hom., Il. 18, 22–64.—B. 553; 557. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων … Dictionary of Greek
κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek