Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμπέλου

См. также в других словарях:

  • ἀμπελοῦ — ἀνά πελάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ἀνά πελάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμπέλου — Ἄμπελος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπέλου — ἄμπελος grape vine fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… …   Dictionary of Greek

  • BIBLINA — regio Thraciae, unde Biblinum vinum, quod alii a Biblia vite dictum volunt. Demus vero Delius Naxium interpretatur, quoniam Biblus Naxi fluv. sit. Suidas, Βιβλινος ὀινος, ἀυςτήρος, ἀπὸ Βιβλίνης οὕτω καλουμὲνης Θρακίας ἀμπέλου. Huius vini meminit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OSCHOPHORIA — festa Atheniensium, hanc ob causam instituta. Athenienses ob caedem Androgeo, Cretensibus ad 9. Ann. poenae causâ 7. adolescentes, totidemque puellas, oraculi iussu, pendere cogebantur. Cumque tertia pensio iam exigeretur, Theseus cum reliquis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμπελοκλαδής — ἀμπελοκλαδής, ὲς (Μ) αυτός που έχει κλαδιά αμπέλου ή γίνεται από κλαδιά αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + κλαδὴς < κλάδος (πρβλ. και αρχ. νεοκλαδής, περικλαδής, πολυκλαδής)] …   Dictionary of Greek

  • αμπελόκλημα — το 1. κλήμα αμπέλου 2. κλαδί αμπέλου, αμπελόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλήμα] …   Dictionary of Greek

  • αμπελόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή αμπέλου, που μοιάζει με τα φύλλα τής αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + μορφος < μορφή] …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»