Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκαμμωνία

См. также в других словарях:

  • σκαμμωνία — σκαμμωνίᾱ , σκαμμωνία scammony fem nom/voc/acc dual σκαμμωνίᾱ , σκαμμωνία scammony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίᾳ — σκαμμωνίᾱͅ , σκαμμωνία scammony fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίας — σκαμμωνίᾱς , σκαμμωνία scammony fem acc pl σκαμμωνίᾱς , σκαμμωνία scammony fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίαν — σκαμμωνίᾱν , σκαμμωνία scammony fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίην — σκαμμωνία scammony fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίης — σκαμμωνία scammony fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίῃ — σκαμμωνία scammony fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμμωνίτης — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κρασί παρασκευαζόμενο με σκαμμωνία, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμμωνία + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σκαμμώνιο — το / σκαμμώνιον, ΝΜΑ και σκαμώνειον ΜΑ [σκαμμωνία] η σκαμμωνία …   Dictionary of Greek

  • escamonea — (Del gr. skammonia.) ► sustantivo femenino 1 BOTÁNICA Planta herbácea que produce una especie de resina, ligera, de color gris y olor fuerte, que se utiliza como purgante. (Convolvulus scammonia.) 2 BOTÁNICA Gomorresina obtenida de dicha planta.… …   Enciclopedia Universal

  • ασφαραγωνία — ἀσφαραγωνία, η (Α) στεφάνι ή μάτσο από σπαράγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφάραγος (II) (πρβλ. βρύωνία, μαδωνία, σκαμμωνία κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»