-
1 υποθέσεις
ὑπόθεσιςproposal: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόθεσιςproposal: fem nom /acc pl (attic) -
2 ὑποθέσεις
ὑπόθεσιςproposal: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόθεσιςproposal: fem nom /acc pl (attic) -
3 ὑπόθεσις
A proposal, proposed action,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
;ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c
; intention, policy,πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136
;διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51
; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90
;τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48
;ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28
;πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18
;ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46
; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7
; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1
;τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2
;τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5
;πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1
, cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4
.2 suggestion, advice,ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7
(iii B. C.);διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8
, cf. 2.52.6, 4.24.2;κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5
; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.3 purpose, ;λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31
;ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56
;ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15
;τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17
; [οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56
.4 occasion, excuse, pretext,οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5
; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.
2.60;ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26
;μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18
.5 actor's role,τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22
;ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38
, cf. 41;τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39
.6 function, occupation, station in life, [Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2
; [Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7
;τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7
, cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.7 practical problem,κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4
;ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2
.II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d
;ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13
;ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63
, cf. Gal.6.124;τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1
;τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242
;ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76
;ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63
, cf. 12.161;μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77
, cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83
;περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35
;τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36
, cf. Pl.Def. 415b;ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15
; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53
; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.2 case at law, lawsuit,γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29
(Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18
(iv A. D.).3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18
; plot, story,μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62
, cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.4 speech,αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1
; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12
; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.5 a kind of play or pantomime,μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e
; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3
.III supposition,ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b
, cf. 92d, Sph. 244c;πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32
; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810
; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25
-6, cf. 41a25;δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.ὑπόκειμαι 11.8
), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8
, cf. b30;τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10
; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4
(cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299
.2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15
; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4
;λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f
, cf. 721d;ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9
, cf. 11.b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23
;ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17
.3 starting-point,ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130
; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.4 raw material,τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35
;οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31
.V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b
, cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις
-
4 υποθεσις
- εως ἥ1) основа, принцип(τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας Arst.)
αἱ ἀρχαὴ καὴ αἱ ὑποθέσεις τῶν πράξεων Dem. — руководящие принципы деятельности2) предмет, тема, вопросτὸ περὴ τέν ἡμετέραν ὑπόθεσιν θεώρημα Polyb. — содержание нашей темы;
ἐπὴ τῆς ὑποθέσεως μένειν Aeschin. — оставаться в рамках темы3) предприятие, начинание(πολύτεχνοι ὑποθέσεις Plut.)
οἱ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως προεστῶτες Polyb. — остающиеся при том же намерении4) предположение, условие, гипотезаὑπόθεσιν ὑποτιθέναι Xen., Plat. — делать предположение;
ἐξ ὑποθέσεως, πρὸς ὑπόθεσιν или καθ΄ ὑπόθεσιν Sext., Arst. — в виде или на основании предположения, условно;ὑπόθεσιν λαβεῖν τι Arst. — принять что-л. как гипотезу5) предлог, повод6) предложение, совет(κατὰ τὰς ὑποθέσεις τὰς Ἀράτου Polyb.)
-
5 ὑπό-θεσις
ὑπό-θεσις, ἡ, 1) das Untersetzen, Unterlegen. – 2) das Untergestellte, Untergelegte, die Grundlage, Ael. H. A. 14, 18 u. a. Sp. Uebertr. – a) Grundsatz, od. eine aufgestellte Bedingung, eine als wahr angenommene Meinung, eine Hypothese bei den Philosophen u. Mathematikern, ἡ ὑπόϑεσις ἡ εἰ πολλά ἐστι, die Annahme der Vielheit, Plat. Parm. 128, d, u. öfter; det. 415 b erklärt durch ἀρχὴ ἀναπόδεικτος; vgl. noch ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόϑετον ἐξ ὑποϑέσεως ἰοῠσα Rep. VI, 510 b; ὑπόϑεσιν ὑποτίϑεσϑαι, eine Annahme machen, Soph. 244 c; Xen. Cyr. 5, 5, 13, wo ἤν – darauf folgt. – b) der zu Grunde liegende Stoff, der Inhalt, Gegenstand einer Rede od. eines Gedichts, ἐπὶ τὴν ὑπόϑεσιν ἐπανελϑεῖν Isocr. 4, 63; αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ ὑποϑέσεις τῶν πράξεων Dem. 2, 10; ὑπόϑεσιν διδόναι τινί Pol. 13, 4, 1, u. öfter, u. Sp.; der Gegenstand od. die Fabel eines dramatischen Gedichts, argumentum, Longin. u. A. oft; s. Schäf. D. Hal. de C. V. p. 71 u. Sext. Emp. adv. geom. 3. – Bei den Rhetoren die Aufgabe zu einer Abhandlung oder Rede, ein zur Uebung erdichteter Rechtsfall, quaestio ficta. – 3) die Eingebung, der Rath, Unterricht, κατὰ τὰς ἐντολὰς καὶ τὰς ὑποϑέσεις, Pol. 2, 48, 8. 52, 6 u. öfter. – 4) Vorsatz, Vorhaben, σὺ τὰ σαυτοῠ κατὰ τὴν ὑπόϑεσιν ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Plat. Gorg. 454 c; ἐναρμόνιον ταῖς τῶν βίων ὑποϑέσεσι Tim. Locr. 103 d; τηρεῖν τὴν ὑπόϑεσιν Pol. 5, 5, 5; Unternehmen, ταύτης τῆς ὑποϑέσεως προεστῶτες 31, 8, 12.
-
6 πιστός
πιστός, 1) Passivisch; – a) von der Person, der man glauben, trauen kann oder muß, treu, zuverlässig, glaubwürdig; ἑταῖρος, Il. 15, 331, u. oft; πιστότατος δέ οἱ ἔσκε, Il. 16, 147; φύλακες, Hes. Th. 755; γένος ϑεῶν, Pind. N. 10, 54; μάρτυρες, P. 1, 88. 12, 27; ἄγγελος, Aesch. Prom. 971; Soph. O. R. 385. 1118; φύλαξ, O. C. 357; Eur. oft; εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 3, 11, vgl. 8, 9; Plat. Phaed. 89 d; φίλοι, Phaedr. 233 d; πρός τι, Arist. pol. 3, 13. Bei den Persern sind οἱ πιστοί eine Art vertraute Räthe, Xen. An. 1, 5, 15, vgl. ὦ πιστὰ πιστῶν, = πιστόταται, Aesch. Pers. 681. – Auch adv., πιστῶς τὰ πρὸς αὐτὸν διακείμενος, Pol. 3, 98, 5. – b) von Sachen, worauf man bauen kann, zuverlässig, sicher, glaubhaft; ὅρκια πιστά, Hom., wie Pind. Ol. 10, 6 N. 9, 16; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, man darf den Weibern nicht mehr trauen, Od. 11, 456; σύμβολον πιστόν, Pind. Ol. 12, 8, wie τέκμαρ Aesch. Ag. 263; τεκμήρια, 543, u. öfter; ὁμιλία πιστὴ καὶ βέβαιος, Soph. Phil. 71; μαντεῖα, Tr. 77, u. sonst; πιστὰ καὶ οἰκότα, Her. 6, 82; πιστότερον ἢ ἀληϑέστερον σύγκειται, Antipho 3 γ 4; πιστῷ καὶ βεβαίῳ χρήσασϑαι λόγῳ, Plat. Tim. 49 b; εἰ πισταὶ ὑμῖν εἰσιν αἱ ὑποϑέσεις, Phaed. 107 b; dah. τὸ πιστόν, = πίστις, Unterpfand der Treue, was Glauben giebt, Verbürgung, Aesch. Ag. 637 Eum. 643 Ch. 391; ἦ καὶ τὸ πι στὸν τῆς ἀληϑείας νέμεις; Soph. Trach. 397; τὸ πιστὸν τόδε λόγων ἐμῶν δέχου, Eur. Or. 245; τὰ πίστ' ἐμαυτῷ τοῠ ϑράσους παρέξομαι, Phoen. 275, u. öfter; πιστὸν οὐδέν ἐστιν αὐτοῖς, Ar. Lys. 629; τὰ πιστὰ ποιεῖσϑαι, = πίστιν ποιεῖσϑαι, Her. 3, 8; πιστὰ δοῠναι καὶ λαβεῖν, Pfänder der Treue geben und empfangen, wodurch man sich gegenseitig verbürgt, Xen. An. 3, 2, 5 u. oft; Cyr. 3, 2, 23; πιστὰ ἠξίου γενέσϑαι, 7, 4, 3, vgl. An. 2, 2, 10; auch πιστὰ ϑεῶν ποιεῖσϑαι, einen Eid leisten, Cyr. 4, 2, 7; Sp. – 2) Akt., glaubend, trauend, sich auf Einen verlassend; Theogn. 283; τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός, Aesch. Prom. 919; Pers. 55; ἀλλ' ἔσϑ' ὅτῳ σὺ πιστὸς ὢν ἔδρας τάδε, Soph. O. C. 1035; vgl. Pors. Eur. Hec. 1125. – Auch = folgend, gehorsam, Sp., wohin man auch zieht τὴν χώραν οἰκείαν καὶ πιστὴν ποιεῖσϑαι Xen. Hell. 2, 4, 30.
-
7 κατα-βάλλω
κατα-βάλλω (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαϑρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ ϑεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρϑένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ ϑῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φϑόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φϑόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχϑύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦϑα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποϑέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληϑῇ γένους ὀρϑῶς, ἀνάγκη δυςτυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοϑεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.
-
8 ὀρχηστικός
ὀρχηστικός, zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, die Tanzkunst, Plat. Legg. VII, 816 a; ohne τέχνη, Pol. 9, 20, 7; Folgde; ὀρχηστικαὶ ὑποϑέσεις, pantomimisch, Luc. de salt. 31; ὀρχηστικωτέρα ἡ ποίησις, Arist. poet. 4, 18. – Adv., Ael. N. A. 2, 11.
-
9 αναιρεω
(aor. 2 ἀνεῖλον, pf. ἀνῄρηκα)1) поднимать(ἀπὸ χθονός Hom.)
2) преимущ. med. ( о павших на поле битвы) подбирать, уносить для погребения (sc. νεκρούς Her., Arph., Xen., Plat.; τὰ ὀστᾶ Thuc.; ἀ. καὴ θἀπτειν Dem.)3) получать в награду(ἀέθλια Hom.)
4) преимущ. med. побеждать, выигрывать(ἀγῶνας, Ὀλυμπιάδα или Ὀλύμπια τεθρίππῳ Her.)
5) med. брать, приниматьἀνείλετο ἔγχος Hom. — он вооружился копьем;ἀναιρέεσθαι σῖτα Her. — добывать продовольствие;ἀναιρεῖσθαι κλῆρος Plat. — вынимать жребий;τὰ δικτύα ἀναιρεῖσθαι Arst. — тянуть невод;ποινέν ἀνελέσθαι τῆς ψυχῆς τινος Her. — взять выкуп за убийство кого-л.;ἀνελέσθαι γνώμην Her. — усвоить мнение;ἔχθρας ἀναιρεῖσθαι Plat. — начать враждовать;ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Hom. — взяться за ум6) med. предпринимать(πόνους ὑπέρ τινος, πόλεμον Her. - ср. 13; ἔργον Plat.; πρᾶξιν Plut.)
7) подхватывать, уносить(τινα и τι Hom., Plat.)
8) med. становиться беременной, зачать(τινα Her.)
9) преимущ. med. ( о символическом обряде признания своего отцовства) поднимать, брать на руки (sc. παῖδα Isocr., Plut.), тж. усыновлять Arph.10) снимать, убирать (sc. τὰς σκηνάς Xen.)11) разрушать, уничтожать(πύργους Xen.; πόλεις Dem.)
ἀ. τινας θανάτοις Plat. — умерщвлять кого-л.12) убивать, истреблять(πολλούς Aesch., Her.; τὸ Φωκέων ἔθνος ἀνῃρημένον Dem.)
φαρμάκοις ἀνελεῖν Plut. — отравить13) прекращать(πόλεμον Polyb. - ср. 6; νεῖκος Theocr.)
ἀνελεῖν ἐκ μέσου τι Dem. — положить конец чему-л.;ἀνελεῖν τέν παρακαταθήκην Plat. — изъять (свой) денежный вклад14) свергать, сокрушать15) тж. med. расторгать(συνθήκας Isocr.; διαθήκας Isae.; συμμαχίαν Polyb.)
16) упразднять, отменять(νόμους Aeschin.): (μόρια)
, ὧν ἀναιρουμένων ἀναιρεῖται καὴ τὸ ὅλον Arst. части, с устранением которых устраняется и целое17) med. брать назад(γραφήν Dem.)
18) возражать, опровергать(τὰς ὑποθέσεις Plat.)
19) (воз)вещать, изрекать(χρηστήριον Her.; μαντείας Dem.)
Πλάτων ἀναιρεῖ, ὅτι οὔκ ἐστιν ἡδονέ τἀγαθόν Arst. — Платон утверждает, что наслаждение не есть благо;ἀνεῖλεν ἥ Πυθία Her., Plat. — Пифия изрекла;ἐν ταῖς μαντείαις ἀνῃρημένον Dem. — возвещенное в оракулах;ἀ. τι περί τινος Plat. — предписать (в оракуле) что-л. относительно чего-л.;οὓς ἂν ὅ θεὸς ἀνέλῃ Plat. — те, кого укажет божество -
10 εξαγω
(fut. ἐξάξω, aor. 2 ἐξήγαγον)1) выводить, уводить, вести(τινὰ μάχης и ἐκ μεγάροιο Hom.; τινὰ τήνδε τέν ὁδόν Soph.; τινὰ ἐπ΄ ἀνθηρὸν δάπεδον Arph.; τινὰς ἐς μάχην Her.)
2) отправляться, идти(ἐπὴ θήραν Xen.)
3) ( о шествии) совершать, справлять(τὸν μυστικὸν Ἴακχον Plut.)
4) (sc. στρατόν) выводить войско, выступать в походγνόντες δὲ ταῦτα ἐξάγουσι Xen. — приняв эти решения, они выступают в поход
5) вести на казнь(τινά Her., Xen.)
6) вывозить:(πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc.; σῖτον παρά τινος Dem.)
7) похищать, (тайно) увозить(τινὰ ἀνδράποδον Lys.)
8) выводить прочь, удалять из организма(περίττωσιν Plut.)
9) отводить(ὕδωρ τάφροις Xen.)
10) вызывать, исторгать(τινὴ δάκρυ Eur. и δάκρυον Plut.; med. γέλωτα ἔκ τινος Xen.)
ἐξάγεσθαι πῦρ ἔκ τινος Xen. — высекать огонь из чего-л.11) med. влечь за собой, причинять12) производить, рождать(τινὰ πρὸ φόωσδε Hom.; σκύμνους Arst.)
13) выводить, высиживать (sc. νεοττούς Arst.)14) высовывать15) удалять, изгонять(τινά Dem.; τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ Arst.)
16) производить (на свет), приносить(καρπόν Soph. ap. Plut.)
17) продвигать(ἔξω τέν αἱμασιάν Dem.)
18) проводить, строитьὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως Thuc. — ограда была построена вокруг всего города
19) проводить (в жизнь), претворять(εἰς ἔργον τὸ πρόβλημα Plut.)
20) направлять21) приводить, доводить(τινὰ ἐπ΄ οἶκτον Eur.)
ἐξαχθῆναι ὀλοφύρασθαι ὑπέρ τινος Lys. — быть вынужденным оплакивать что-л.;εἰς ἅπασαν αἰσχύνην ἐξαχθῆναι Plut. — быть доведенным до крайнего позора22) побуждать, возбуждать, вовлекать, увлекать(τινὰ ἐπὴ τὰ πονηρότερα Thuc.; τὸν δῆμον πρὸς ἀπόστασιν Plut.; ἐξαχθεὴς πρᾶξαί τι Dem.)
ταῦτα ἐπὴ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. — здесь мы расширили рамки своего обсуждения;23) выводить, освобождать(ἀχέων τινά Pind.; τὰ ποιήματα τοῦ μύθου Plut.)
24) лишать(τινά τοῦ βίου и τοῦ ζῆν Plut. или ἐκ τοῦ ζῆν Polyb.; med. φρενῶν τινα Eur.)
25) лишать жизни, умерщвлятьἑαυτὸν ἐ. Plut. — покончить жизнь самоубийством;
νόσος αὐτοὺς ἐξήγαγεν Plut. — болезнь унесла их26) кончаться(οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσιν Epicur. ap. Plut.)
27) передавать, выражатьπερὴ τούτων ἐμαυτὸν οὕτως ἐξάγω Diog.L. — относительно них вот мои указания -
11 πολυτεχνος
-
12 στενος
I.ион. στεινός 31) узкий, тесный(πόρος Her.; ἔσοδος Thuc.; πύλη NT.)
2) стесненный, ограниченный(χρόνος Men.)
3) незначительный, мелкий, неважный(ὑποθέσεις Polyb.)
ἐρωτᾶν τὰ στενά Plat. — задавать маловажные вопросы4) скудный, бедный(τροφή Arst.)
5) слабый(τὰ φωνία Arst.). - см. тж. στενόν
II.- εος τό стесненное положение, нужда, бедствие(σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.)
-
13 υφιστημι
ион. ὑπίστημι (преимущ. med. с aor. 2 и pf. act.)1) ставить внизу, подставлять, устанавливать в качестве подпоры(τρεῖς κολοσσούς τινι Her.; κίονας προθύρῳ Pind.)
τρεῖς σταυροὺς ὑ. Her. — вколачивать три опорные сваи;οἱ σταυροὴ οἱ ὑπεστεῶτες τοῖσι ἰκρίοισι Her. — сваи, служащие подпорами для помостов;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arst. — подпора тяжести;ἐν χειμῶνι ὑπὸ τειχὴον ὑποστάς Plat. — укрывшись во время бури у стены2) класть в основу, принимать за основание(γνωμὰς σοφάς Soph.; ὑποθέσεις τινάς Polyb.)
ἀγέννητον καὴ ἄφθαρτον ὑποστήσασθαι τὸν κὸσμον Diod. — допустить, что мир безначален и бесконечен;τὸν κράτιστον ὑποστήσασθαι Isocr. — принять за образец лучшего (из предшественников)3) размещать в засаде, тайно расставлять(τοὺς δορυφόρους Her.; ταξιάρχους καὴ λοχαγούς Xen.)
ὑποστάντες ἐν τῷ πορθμῷ Her. — устроив засаду в проливе;ὑ. δόλον τινί Eur. — устраивать кому-л. западню4) перен. подползать, закрадываться, проникатьτῷ πλήθει ὑπέστη δέος Polyb. — толпу охватил страх
5) противопоставлятьὑποστῆσαι τέν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρωρρον τοῖς πολεμίοις Polyb. — поставить свой корабль носовой частью к неприятелю
6) тж. med. оказывать сопротивление(τινί Aesch., Xen. и τινά Eur., Thuc.)
ὑποστάντες Μήδους Thuc. — выдержав натиск мидян;τοὺς κινδύνους ὑφίστασθαι Thuc. — подвергаться опасностям;ταῖς συμφοραῖς ὑφίστασθαι Eur. — стойко выдерживать несчастья;ὑφισταμένου οὐδενός Lys. — так как никто не оказывал сопротивления;ὑποστῆναι βέλος Eur. — противостоять (вражеским) стрелам;ὑποστῆναι ἔρωτα Eur. — устоять против любовного соблазна7) med. оседать, осаждатьсяτὸ ὑπιστάμενον (sc. γάλα) Her. — осевшее вниз, т.е. снятое молоко;
ἥ ὑφισταμένη ἁλμυρίς Arst. — соленый отстой8) покоряться, уступать(ὑποστήτω μοι Hom.)
9) тж. med. изъявлять готовность, тж. обязываться, обещать(τί τινι Hom.)
ὑπόσχεσις, ἥνπερ ὑπέστης Hom. — обещание, которое ты дал(а);ὑποστῆναι δώσειν τινός Her. — обязаться возместить что-л.;ὥσπερ ὑπέστη Thuc. — как он обещал;τῷ (Δαρείῳ) ἄνδρες τριήκοντα ὑπέστησαν Her. — тридцать человек предложили Дарию свои услуги;ὑποστῆναι δέκτωρ τινός Aesch. — обещать быть защитником чего-л.;τὸ ἐλάχιστον ὑποστῆναι Her. — согласиться на минимум;κατθανεῖν ὑφίστασθαι Eur. — быть готовым умереть;ὑφίστασθαι τὸν πλοῦν Thuc. — соглашаться отплыть10) тж. med. брать (принимать) на себя(τέν ἀρχήν Xen.; τριηραρχίαν Lys.)
ὑποστῆναι ποιεῖν τι Dem. — решиться сделать что-л.;διάδοχος ὑποστάς τινος Plat. — заменив (кого-л.) в чем-л.11) тж. med. быть устойчивым, прочным, постояннымἡ μὲν ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. — эта (наука) устойчива, те же нет
12) существовать, быть в наличииτὰ ὑφεστῶτα Polyb. — текущие дела;
τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου οὐχ ὑπάρχειν, ἀλλ΄ ὑφεστηκέναι Plut. — (Хрисипп говорит), что прошлое не существует, а (лишь) существовало;ἐκ τοῦ μηδέ τ΄ ὄντος, μηδὲ ὑφεστῶτος γεννᾶσθαι Plut. — возникать из ничего13) med. останавливатьсяὑφιστάμενοι μένουσιν ἕως ἂν πλησίον ἔλθῃ Arst. — остановившись, они выжидают, пока он подойдет поближе;
ὑφισταμένη κοιλία Plut. — задержка стула, запор -
14 αισθηματικός
η, ό[ν]1) чувственный, относящийся к чувствам; 2) чувствительный, восприимчивый, эмоциональный; сентиментальный; 3) сердечный, любовный;πώς πάνε οι αισθηματικές σου υποθέσεις; — как твой сердечные дела?
-
15 από
(απ;αφ') πρόθ. I με ονομ., γεν., αίτιατ. (при обознач, времени) с, от; (γεν.) από γεννησιμιού του с самого его рождения; από μιάς αρχής с самого начала; από πολλού χρόνου с давнего времени, с давних пор; από της ημέρας εκείνης с того дня; από ημερών с некоторых пор; από καιρού εις καιρόν время от времени; με γνωρίζει από είκοσι ετών он(а) меня знает двадцать лет; (όνομ.) από μικρός τον ξέρω я с малых лет (когда я был ребёнком) знаю его;(αίτιατ.)
τον ξέρω από μικρόν — я знаю его с детства (когда он был ещё ребёнком);από το πρωί с утра;από πέρυσι с прошлого года; από χτες со вчерашнего дня; από πότε; с каких пор?; από τότε с тех пор; απ' εδώ κ' εμπρός отныне, впредь; από τώρα с этих пор; από νωρίς, από τα πρίν заранее; II με γεν., αίτιατ. 1) (при обознач, пространства, места, направления) с, от; к; (γεν.) από της κορυφής τού βουνού с вершины горы; έρχομαι από τού θείου иду от дяди; (αιτιατ.) από τη στέγη с крыши; απ' αυτόν το δρόμο по этой дороге; πέρασα κι' απ' τον Κώστα я и к Косте заходил; περάστε απ' το σπίτι заходите ко мне; 2) (источник чего-л.) из, от; από (τού) λόγου του от него самого; αυτό το δώρο είναι από λόγου του этот подарок от него лично; III με ονομ. (при указании на изменение положения) с, со, из; από εργάτης μάστορας из рабочего стал мастером; IV με γεν. 1) (при обознач, качества, свойства): από φυσικού του по натуре; 2) (при обознач, способа, характера действия): από μνήμης наизусть; απ' ακοής понаслышке; από καρδίας от души; απ' την καρδιά μου от всего сердца, сердечно; V με αιτιατ. 1) (при обознач, происхождения) из; από καλή οικογένεια из хорошей семьи; είμαι από χωριό я из деревни; 2) (при обознач, лица или предмета, которого касаются) за; αρπάχτηκα από το κλαδί ухватиться за ветку; παίρνω απ' το χέρι брать за руку; 3) (в знач через): φεύγω από την πίσω πόρτα выходить через заднюю дверь; περνώ από το δάσος проходить через лес; τό φως μπαίνει από το φεγγίτη свет проникает через окно; πέρασε την κλωστή από τη βελόνα вдень нитку в иголку; 4) (при обознач, причины) от, по причине, из-за; από το πολύ σφίξιμο κόπηκε το σχοινί от сильного натяжения верёвка лопнула; έμεινε σκελετός απ' την πείνα он очень похудел от голода; πετώ από τη χαρά μου прыгать от радости; από την πίκρα μου от горя; от досады; από περιέργεια из любопытства; υποφέρω από το στομάχι μου страдать желудком; 5) (при.обознач, орудия, средства, способа): ζω από τη δουλειά μου жить своим трудом; από την προίκα της έχτισε το σπίτι дом он построил на её приданое; 6) (при обознач, материала) из; από πέτρα из камня, каменный; από ξύλο из дерева, деревянный; από δέρμα из кожи, кожаный; 7) (при обознач, частей, составляющих что-л, единое): στεφάνι από τριαντάφυλλα венок из роз; ομάδα από πέντε άτομα группа из пяти человек; 8) (при указании целого, от которого берётся часть) из; 8νας από τούς πολλούς один из многих; τίποτε δεν χρειάζομαι απ' αυτά из этих вещей мне ничего не надо; 9) (при обознач, удаления, отдаления) из, от; αποσύρομαι από τίς υποθέσεις отходить от дел; παρεκβαίνω από το θέμα отходить от темы; γλυτώνω από τον κίνδυνο избежать опасности; γλυτώνω απ' τίς φροντίδες освободиться от забот; φεύγω απ' το σπίτι уходить из дома; χώρισε από τον άντρα της она ушла от мужа, она разошлась с мужем; 10) (при обознач, частичности, разделения): κόψε μου από το ψωμί μιά φέτα отрежь мне ломоть хлеба; ήπια απ' αυτό το κρασί я выпил этого вина; πίνε από λίγο пей понемножку; λίγα απ' όλα обо всём понемногу; 11) (при указании на распределение поровну) по; από τρία τετράδια по три тетради; από ένας (-ενας) по одному; περάστε μέσα από λίγοι входите по нескольку человек; φταίνε κι' απ' τα δυό μέρη виноваты и те и другие; 12) (употр, в сравнениях): από σένα είναι εξυπνότερος он сообразительнее (или умнее) тебя; φαίνεται4 μεγαλύτερη από την αδελφή της она выглядит старше своей сестры; 13) (в соответствии с чём-л., согласно чему-л.) по; τον γνωρίζω από το βήμα του я узнаю его по походке; 14) (в отношении, в смысле): είναι ορφανός από πατέρα он сирота по отцу; είναι φτωχός από μυαλό он слабоумный; είναι στραβός από το ένα μάτι слепой на один глаз; είναι κουφός από το ένα αφτί глухой на одно ухо; άμαθος από τέτοιους δρόμους он не привык к таким дорогам; από υγεία είμαι καλά здоровье у меня хорошее; απο γράμματα δεν ξέρει πολλά он малограмотный; κάτι ξέρει από μουσική он немного разбирается в музыке; δεν καταλαβαίνει από τέτοια πράματα он в таких делах не разбирается; 15) (в пассивном обороте соотв. те. пад.): η πόλις κατελήφθη από τον εχθρό город занят врагом; 16) (соответствует род. пад.; переводится тж. прилагательным): ο κρότος από τα κανόνια гул орудий, орудийный гул; κέρδη απ' το εμπόριο прибыли от торговли, торговые прибыли; 17): (α)πάνω από на, над; κάτω από под; εμπρός από перед, впереди; напротив; (από) πίσω από сзади, позади, за; γύρω από вокруг; (από) μέσα από изнутри, из; πρίν από... перед тем, до; μετά από после; ύστερα από... после (того как); εκτός απ' αυτό кроме того; μακρυά από... далеко от...; από μακρυά издали; από πέρα издалека; από κοντά вблизи; από πού; откуда?; απ' εδώ отсюда; απ' εκεί а) оттуда; б) тот; τί θέλει ο κύριος από κεί; что нужно тому господину?; απ' εδώ και απ' εκεί со всех сторон; από τότε с тех пор; από τούδε с этого момента; αφ' ενός... αφ' ετέρου (тж. перен.) с одной стороны..., с другой стороны...; 18) (в зависимости от управления глагола): δεν στερούμαι από τίποτε я ни в чём не нуждаюсь; κρέμομαι από μιά κλωστή висеть на ниточке; φοβάμαι από τα σκυλιά бояться собак -
16 διαχειρίζομαι
μετ. держать в своих руках, вести (что-л.); управлять, заведовать, руководить (чём-л.); распоряжаться (средствами);διαχειρίζομαι τό ζήτημα — вести дело;
διαχειρίζομαι τίς υποθέσεις (τό νοικοκυριό) — вести дела (хозяйство)
-
17 εσωτερικός
η, ό[ν]1) внутренний;εσωτερικό ένδυμα — нижнее бельё;
εσωτερική κατάσταση — внутреннее положение;
εσωτερικες αιτίες — внутренние причины;
εσωτερική αγορά — внутренний рынок;
εσωτερικο εμπόριο — внутренняя торговля;
εσωτερικες υποθέσεις — внутренние дела;
εσωτερική δύναμη — внутренняя сила;
υπουργείον εσωτερικων — министерство внутренних дел;
φάρμακο εσωτερικό — или χρήση εσωτερική — внутреннее (о средстве, лекарстве);
γιά εσωτερική χρήση — а) для внутреннего пользования; — б) для внутреннего употребления (о лекарстве);
εσωτερικές παθήσεις — внутренние болезни;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ εσωτερικός μαθητής — ученик интерната;
εσωτερικός ιατρός — интерн
-
18 παραμελώ
-
19 πρόγραμμα
τό1) программа (в разн. знач), план;τό πρόγραμμα τού κόμματος — программа партии;
πρόγραμμα της οικοδόμησης τού κομμουνισμού — программа строительства коммунизма;
πρόγραμμα εκπομπών — программа передач (радио, телевидения);
τό πρόγραμμα της βραδιάς — программа вечера;
σχολικό πρόγραμμα — учебная программа;
ψηφίζω — или εγκρίνω πρόγραμμα — принимать, одобрять программу;
έχεις κανένα πρόγραμμα γιά αύριο; — есть у тебя какие-нибудь планы на завтра?;
2) расписание (занятий);πρόγραμμα μαθημάτων — расписание занятий; — школьное расписание;
εκτός προγράμματος вне расписания;3) график;τό πρόγραμμα δουλείας επιχείρησης — производственный график;
4) (жизненные) правила, принципы;έχω πρόγραμμα μου να μην αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις не в моих правилах вмешиваться в чужие дела -
20 σκοτεινός
η, ό[ν], σκοτεινός, η, ο1) тёмный;σκοτεινή νύχτα — тёмная ночь;
σκοτεινά χρώματα — тёмные краски;
2) перен. печальный, мрачный;3) тёмный, неясный, непонятный (о смысле и т. п.); 4) тёмный, подозрительный;σκοτεινό παρελθόν — тёмное прошлое;
σκοτεινές υποθέσεις — тёмные дела;
5) тёмный, мрачный, злой;σκοτεινές δυνάμεις — тёмные силы;
§ στα σκοτεινά — а) впотьмах; — б) втёмную
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποθέσεις — ὑπόθεσις proposal fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόθεσις proposal fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek