Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(μείλινον

См. также в других словарях:

  • μείλινον — μέλινος masc acc sg (epic) μέλινος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • λαξ — (Α λάξ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τόν έδιωξαν από το σπίτι») αρχ. με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ. β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»