Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δορῶν

См. также в других словарях:

  • δορῶν — δορά skin when taken off fem gen pl δορός leathern bag masc gen pl δορόω coat pres part act masc voc sg (doric aeolic) δορόω coat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δορόω coat pres part act masc nom sg δορόω coat pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρων — δορόω coat imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δορόω coat imperf ind act 1st sg (doric aeolic) δορος pursuing goats masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»