Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δουρός

См. также в других словарях:

  • δούρος — η, ο ντούρος, ίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duro «σκληρός»] …   Dictionary of Greek

  • δουρός — δόρυ stem neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριζαδούρος — ο, Ν ναυτ. το παράξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + αρχ. δοῦρος «δοκάρι πλοίου» (δόρυ, δούρατος), πρβλ. πασα δούρος] …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ερωή — ἐρωή, ἡ (Α) 1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» η βολή τού δόρατος, Ομ. Ιλ.) 2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.) 3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • πασαδούρος — ο ναυτ. κοινή ονομασία για κάθε σχοινί που βρίσκεται κάτω από τις σταυρωτές κεραίες ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσα + αρχ. δούρος «δοκάρι πλοίου» (πρβλ. δόρυ, δούρατος)] …   Dictionary of Greek

  • Ιβηρική χερσόνησος — Η πιο εκτεταμένη (582.860 τ. χλμ.) και η δυτικότερη από τις χερσονήσους της νότιας Ευρώπης, στο νοτιοδυτικό άκρο της ηπείρου. Διαιρείται πολιτικά στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Δημοκρατία της Ανδόρας και στο Γιβραλτάρ. Αποτελείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ντουέρο — (ισπαν. Duero, πορτογαλ. Douro, εξελλην. Δούρος). Ποταμός (770 χλμ.) της Ιβηρικής Χερσονήσου, που εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Πηγάζει στην Ισπανία από τα Πίκος ντε Ουρμπίον (Ιβηρικά Όρη) και στρέφεται αρχικά στα Α· αφού περάσει στην πόλη… …   Dictionary of Greek

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»