-
1 μεσο-παλής
μεσο-παλής, ές, ep. μεσσοπαλής, in der Mitte geschwungen; μεσσοπαλὲς δ' ἄρ' ἔϑηκε κατ' ὄχϑης μείλινον ἔγχος, Il. 21, 172, er schleuderte den in der Mitte gefaßten u. geschwungenen Wurfspieß ans Ufer, od. mit Spitzner: den bis in die Mitte geschwungenen, daß er bis zur Hälfte ins Ufer drang, wofür μεσσοπαγές besser mit Bekker zu lesen; Hesych. erkl. κραδαινόμενον ἐκ μέσου.
-
2 λάξ
λάξ, mit der Ferse, mit dem Fuße hinten ausschlagend, stoßend, λὰξ ἐν στήϑεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος, Il. 6, 65. 16, 503, λὰξ ἔνϑορεν, Od. 17, 233, u. milder, λὰξ ποδὶ κινήσας, Il. 10, 157 Od. 15, 44, durch einen Stoß mit dem Fuße; Theogn. 815 u. a. D.; bei B. A. 106 wird λὰξ βῆ ναι, πατῆσαι für attisch erkl.; vgl. noch Aesch. πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Eum. 110, wie Ch. 633; μηδέ νιν ἀϑέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς Eum. 513; öfter bei Sp., λὰξ κινεῖν πρός τινα, Luc. Asin. 31; sprichwörtlich πὺξ καὶ λάξ, mit Hand u. Fuß, mit allen Kräften. Viele Alte nahmen es als subst., Hesych. erkl. λάκτισμα, Schol. Ap. Rh. 2, 106 ὁ ὑπὸ τοὺς δακτύλους τοῦ ποδὸς ψόφος (τόπος); aber Ap. Dysc. de adv. 551, 13 verwirft diese Annahme.
-
3 μεσοπαλής
μεσο-παλής, ές, in der Mitte geschwungen; μεσσοπαλὲς δ' ἄρ' ἔϑηκε κατ' ὄχϑης μείλινον ἔγχος, er schleuderte den in der Mitte gefaßten u. geschwungenen Wurfspieß ans Ufer, od.: den bis in die Mitte geschwungenen, daß er bis zur Hälfte ins Ufer drang
См. также в других словарях:
μείλινον — μέλινος masc acc sg (epic) μέλινος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРУЖИЕ — • Arma. I. У греков. Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) … Реальный словарь классических древностей
λαξ — (Α λάξ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τόν έδιωξαν από το σπίτι») αρχ. με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ. β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek
μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek