Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἵκει

  • 1 ίκει

    ἵ̱κει, ἵκω
    come: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ίκει

  • 2 ἵκει

    ἵ̱κει, ἵκω
    come: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἵκει

  • 3 ἵκω

    ἵκω [v. sub fin.], chiefly [dialect] Ep., Lyr., and [dialect] Dor., never in Hdt. or Trag. (in A.Supp. 176 Pors. restored ἥκετε); cf. ἱκάνω, ἱκνέομαι; [dialect] Dor., Arc. [full] ἵκω IG4.329 ([place name] Corinth), 952.16(Epid.), Schwyzer323C37 (Delph.), IG5(2).3.12 ([place name] Tegea), written εἵκω in Epich.35.13 codd., but ἵκει correctly in Ar.Lys.87; [ per.] 3pl. ἵκαντι,= ἥκουσιν, Hsch. (cf. παρίκω): [tense] impf.
    A

    ἷκον Il.1.317

    : poet. [tense] fut. inf.

    ἱξέμεν Pi.Pae.6.116

    ; [dialect] Dor. [tense] fut. ἱξῶ Megar. in Ar.Ach. 742: [dialect] Ep. [tense] aor. ἷξον (v. infr.); also [tense] aor. 1

    ἷξα Q.S.12.461

    (v.l.): for ἵξομαι, ἷγμαι, v. ἱκνέομαι:— come, of persons,

    ἐς δόμον ἵκει Od.18.353

    ;

    ἷξεν δ' ἐς Πριάμοιο Il.24.160

    , cf. 122;

    εἰ δέ κεν οἴκαδ' ἵκωμι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 9.414

    ;

    ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος 2.667

    ;

    ἐπὶ Θρῃκῶν.. τέλος ἷξον ἰόντες 10.470

    ;

    ἷξε δ' ἐπ' ἐσχατιήν 20.328

    ;

    ποταμοῖο κατὰ στόμα.. ἷξε νέων Od.5.442

    : in Hom. freq. c. acc., come to,

    δόμον Il.18.406

    , etc.;

    Μαλειάων ὄρος Od.3.288

    ;

    εἰ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν Pi.N.5.50

    , cf. O.5.9; αἴ κ' αὐτὸς ἵκη, ἀνελέσθω prob. in IG5(2).159.2 (Class.Phil.20.134).
    2 of things, Φρυγίην.. κτήματα περνάμεν' ἵκει come or are brought to.., Il.18.292; also

    ὁπότε χρόνος ἷξε δικασπόλος Maiist.52

    .
    3 attain to, reach,

    κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.1.317

    , cf. 2.153, 14.60;

    αἴγλη δι' αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε 2.458

    ;

    ὀρυμαγδὸς.. οὐρανὸν ἷκε δι' αἰθέρος 17.425

    ;

    κλέος οὐρανὸν ἵκει Od.9.20

    ;

    ὕβρις τε βίη τε.. οὐρανὸν ἵκει 15.329

    ;

    Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει 13.248

    ;

    ἵκῃ τ' ἐς ἄκρον ἀνδρείας Simon.58.6

    .
    4 of sufferings, feelings, etc., ὅτε κέν τινα.. χόλος ἵκοι come upon him, Il. 9.525;

    τοι πινυτὴ φρένας ἵκει Od.20.228

    ;

    χρειὼ ἵκει τινά 2.28

    , 5.189: abs.,

    χρειὼ τόσον ἵκει Il.10.142

    . [In ἵκω, ῑ always; in ἱκάνω, and the unaugmented moods of ἱκόμην, ῐ always.— ἵκοντ' is prob. for ἵκοντο [ῐ] in Pi.P.2.36.] (Prob. cogn. with ἥκω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἵκω

  • 4 οὐρανός

    οὐρᾰνός, , [dialect] Dor. and [dialect] Boeot. [full] ὠρανός Alcm.23.16, Theoc.2.147, 5.144, Corinn.Supp.2.79, Hymn.Is.19; [dialect] Aeol. [full] ὄρανος (
    A

    ὀράνω Sapph.37

    , 64, Alc.34, but

    ὠράνω Sapph.1.11

    (s. v.l.), Alc.17 (s. v.l.), and v. Οὐρανία): —never used in pl. by classical writers, v. 1.4: (v. fin.):
    I heaven: in Hom. and Hes.,
    1 vault or firmament of heaven, sky,

    γαῖα.. ἐγείνατο ἶσον ἑαυτῇ οὐρανὸν ἀστερόεντα, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι Hes.Th. 127

    ;

    ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς [Ἄτλας] μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι Od.1.54

    , cf. A.Pr. 351;

    χάλκεος Il.17.425

    ;

    πολύχαλκος 5.504

    , Od.3.2;

    σιδήρεος 15.329

    ; wrapped in clouds, Il.15.192, Od.5.303; above the aether, Il.2.458, 17.425, 19.351, cf. Sch.Il.3.3; even Emp. continued to regard it as solid ([etym.] στερέμνιον), Placit.2.11.2 (Vorsokr. ip.209); defined as αἰθέρος τὸ ἔσχατον by Zeno Stoic.1.33, cf. Ar.Nu.95 sqq.; ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, of an eclipse, Od.20.357, cf. S.Aj. 845;

    ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται Il.18.485

    ;

    Ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ 22.318

    ;

    οὐρανὸς ἀστερόεις 6.108

    ,al.
    2 heaven, as the seat of the gods, outside or above this skyey vault, the portion of Zeus (v. Ὄλυμπος), 15.192, cf.Od.1.67, etc.;

    οὐ. Οὔλυμπός τε Il.1.497

    , 8.394; Οὔλυμ πός τε καὶ οὐ. 19.128; πύλαι οὐρανοῦ Heaven-gate, i. e. a thick cloud, which the Ὧραι lifted and put down like a trap-door, 5.749, 8.393; so, later, οἱ ἐξ οὐρανοῦ the gods of heaven, A.Pr. 897 (lyr.); οἱ ἐν οὐρανῷ θεοί (viz. Sun, etc.) Pl.R. 508a;

    εὔχετο, χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐ. ἀστερόεντα Il.15.371

    , Od.9.527; νὴ τὸν οὐ. Ar.Pl. 267, 366.
    3 in common language, sky,

    οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων, ἀλλ' οὐ. ἠδὲ θάλασσα Od.14.302

    ;

    σέλας δ' εἰς οὐ. ἵκῃ Il.8.509

    ; κλέος οὐρανὸν ἵκει, κλέος οὐ. εὐρὺν ἱκάνει, renown reaches to heaven, ib. 192, Od.19.108; so ὀρυμαγδός, κνίση, σκόπελος οὐρανὸν ἷκεν or ἱκάνει, Il.17.425, 1.317, Od.12.73 (cf.

    οὐράνιος 11

    , οὐρανομήκης): metaph., ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐ. ἵκει deeds of violence 'cry to heaven', 15.329, 17.565;

    γῇ τε κοὐρανῷ λέξαι.. τύχας E.Med.57

    , cf. Philem.79.1; πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τι to exalt to heaven, SOC381; πρὸς τὸν οὐ. ἥλλοντο leaped up on high, X.Cyr.1.4.11;

    πρὸς τὸν οὐ. βλέπειν Id.Oec.19.9

    .
    4 in Philos., the heavens, universe, Pl.Plt. 269d, Ti. 32b, Arist.Cael. 278b21, Metaph. 990a20, al.: pl. in VT, οἱ οὐρανοί the heavens, LXX Ps.96(97).6, 148.4,al.
    5 a region of heaven, climate, Hdt.1.142.
    6 Pythag. name of 10, Theol.Ar. 59.
    1 vaulted roof or ceiling, Hsch.
    2 roof of the mouth, palate, Arist.HA 492a20, PA 660a14, Ath.8.344b, AP5.104 (Marc. Arg.).
    3 lid, Matro Conv.12.
    4 tent, pavilion, Them.Or.13.166b.
    III pr. n., Uranos, son of Erebos and Gaia, Hes. Th. 127sq.; but husband of Gaia, parent of Cronos and the Titans (cf. Οὐρανίδης), ib. 106, h.Hom. 30.17, cf. A.Pr. 207. (Acc. to Arist.Mu. 400a7, from ὅρος and ἄνω, cf. Pl.Cra. 396c. This must be wrong, but the true etym. is doubtful.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανός

  • 5 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 6 ἵκω

    ῑκω (ἵκεις, -ει; ἵκων, -οντι: fut. ἱξέμεν: impf. ἷκεν).)
    1 come Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ? κῶμος) O. 4.10

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἶκεν δὲ Μιδέαθεν O. 10.66

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    [P. 2.36 v.

    ἱκνέομαι.] ταχέως δ' Ἄδματος ιλτ;γτ;κεν καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις (i. e. when he returned) P. 11.32

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    ὤμοσε γὰρ θεός μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116

    ]ον ἷκε συγγόνους τρεῖς π[ (Schr.: εἷκε Π.) fr. 140. 70 (44).

    Lexicon to Pindar > ἵκω

  • 7 ὄχος

    ὄχος, τό; ὄκχος, ὁ (cf. ὄχημα)
    1 chariot, esp. mule chariot. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ? κῶμος, the procession in honour of Psaumis' mule chariot) O. 4.11

    ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11

    met., of the chariot of song,

    ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24

    Lexicon to Pindar > ὄχος

  • 8 ὄκχος

    ὄχος, τό; ὄκχος, ὁ (cf. ὄχημα)
    1 chariot, esp. mule chariot. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ? κῶμος, the procession in honour of Psaumis' mule chariot) O. 4.11

    ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11

    met., of the chariot of song,

    ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24

    Lexicon to Pindar > ὄκχος

  • 9 Ψαῦμις

    Ψαῡμις (- ιος gen., voc.: cf. P. Oxy., 222. 2. 22, σαμιου καμ[αριναίου: eine Hellenisierung des barbarischen sikelischen Namens, Wil.) son of Akron, of Kamarina in Sicily, victor in the Olympian mule race 452 B. C. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. κῶμος?),
    1

    ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι, κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3

    υἱῶν, Ψαῦμι, παρισταμένων O. 5.23

    Lexicon to Pindar > Ψαῦμις

  • 10 κλέος

    κλέος, τό, [dialect] Dor. [full] κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: [dialect] Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th. 100: ( κλέω A):—
    A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461;

    κ. εὐρὺ φόνου 23.137

    ;

    ὄσσαν.., ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283

    ; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125;

    τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph. 251

    ; rumour, opp. certainty,

    κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486

    ;

    γυναικογήρυτον κ. A.Ag. 487

    (lyr.).
    II goodreport, fame, freq.in Hom.,

    κ. ἐσθλόν Il.5.3

    ;

    ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344

    : abs.,

    τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197

    ;

    τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91

    , cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514;

    κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192

    , Od.9.20;

    κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74

    ;

    κ. ἄφθιτον Sapph.Supp. 20a

    .4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.);

    λαβεῖν S.Ph. 1347

    ; κ. αἰχμᾶς glory in or for.., Pi.P.1.66;

    τῆς μελλοῦς κ. A.Ag. 1356

    ; κ. σου μαντικόν ib. 1098;

    μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr. 938

    : less freq. in Prose,

    κ. ἀέναον Heraclit.29

    ;

    μένοντι δὲ.. κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220

    ; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78;

    τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra. 1035

    ;

    πόρρω κ. ἥκει Id.Ach. 646

    ;

    κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459

    ;

    κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25

    ;

    παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6

    ;

    κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp. 208c

    ;

    κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg. 663a

    ;

    περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5

    ;

    κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4

    ; ποῖον κ., εἰ .. ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73;

    κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1

    .
    2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36;

    αἰσχρὸν κ. E.Hel. 135

    , cf. Ar.Fr. 796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου.. κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav. slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλέος

  • 11 πέρνημι

    πέρνημι, [ per.] 3pl.
    A

    περνᾶσι Thgn.1215

    , Hippon.46 ([ per.] 2sg. περνᾷς dub. in 52) ; part.

    περνάς Il.22.45

    , Hippon.52 (v. l.), E.Cyc. 271 : [dialect] Ep. Iterat. [ per.] 3sg.

    πέρνασκε Il.24.752

    : [dialect] Ep. [tense] fut. inf.

    περάαν 21.454

    (but [tense] pres. περάω is wrongly inferred from forms like ἐπέρασσα): [tense] aor. ἐπέρασσα ib.40, Od.15.387 ; part.

    περάσαντες h.Cer. 132

    ; [tense] aor. opt. [ per.] 3sg. περάσειε [ᾰ] Od.14.297; [tense] aor. subj. [ per.] 2pl.

    περάσητε 15.453

    , cf. ἀποπέρνημι ; also [tense] aor.

    ἔπρησα Schwyzer 714

    (Samos, vi B. C.): [tense] pf.

    πέπρᾱκα Alex.146.1

    , Is.7.31, etc. (v. infr.): [tense] plpf. ἐπεπράκειν [pron. full] [ᾱ] D.18.23 :—[voice] Pass., [tense] pres. [ per.] 3sg.

    πέρνᾰται Ar.Eq. 176

    , Hsch.: [tense] impf. [ per.] 3pl.

    ἐπέρναντο Pi.I.2.7

    ; part. περνάμενος [pron. full] [ᾰ] Il.18.292 : [tense] pf. part. once

    πεπερημένος 21.58

    ; elsewh. the [tense] pf. is [dialect] Att. πέπρᾱμαι, A.Ch. 132, S.Ph. 978, etc., inf.

    πεπρᾶσθαι Ar. Ach. 734

    , Pax 1011, And.1.73, etc.; [dialect] Ion.

    πέπρημαι Hdt.2.56

    , imper.

    πεπρήσθω SIG45.35

    (Halic., V B.C.), inf. πεπρῆσθαι ib.38: [tense] plpf.

    ἐπέπρᾱτο Ar.Ach. 522

    : [tense] aor. Trag. and [dialect] Att. ἐπράθην [pron. full] [ᾱ] Sol.36.7, A.Ch. 915, And.1.133, etc.; [dialect] Ion.

    ἐπρήθην Hdt.1.156

    , SIG229.5 (Erythrae, iv B. C.), etc.: [dialect] Att. [tense] fut. πεπράσομαι [pron. full] [ᾱ] Ar.V. 179, X.An.7.1.36, later

    πρᾱθήσομαι Sopat.6

    , LXX Le.25.23, etc., cf. Moer.p.294 P.: [dialect] Aeol. [tense] pres. inf. [full] πόρναμεν Hsch. (fort. πορνάμεναι): [tense] pres. part. [voice] Pass. πορνάμεναι Id.—In [dialect] Att. the usual [tense] pres. in act. sense is πωλέω, [tense] fut. ἀποδώσομαι, [tense] aor. ἀπεδόμην: from πέπρᾱμαι, ἐπράθην, etc. is formed the later [tense] pres. [voice] Pass. [full] πιπράσκομαι, first found in Lys.18.20, interpol. in Pl.Phd. 69b, Sph. 224a, and from this the [tense] pres. [voice] Act. [full] πιπράσκω first found in Luc.Asin.32: [tense] impf.

    ἐπίπρασκον Plu.2.178c

    , Per.16; [dialect] Ion. [full] πιπρήσκω Call.Iamb.1.93, v.l. in Hp.Ep.17:— export for sale, in [dialect] Ep. usu. of exporting captives to foreign parts for sale as slaves,

    πολλοὺς ζωοὺς ἑλον ἠδὲ πέρασσα Il.21.102

    , cf. Od.14.297; π. τινὰ Αῆμνον sell one to Lemnos, Il.21.40; ἐς Αῆμνον ib.58 ([voice] Pass.), 78;

    σέ γε.. νηυσὶν λάβον ἠδ' ἐπέρασσαν τοῦδ' ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ' Od.15.387

    ; κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους ib. 453;

    δήσειν καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454

    ;

    κτείνων καὶ περνὰς ν. ἔ. τ. 22.45

    ;

    πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε πέρην ἁλὸς.. ἐς Σάμον 24.752

    ;

    οὐδ' ἡμᾶς περνᾶσι Thgn.

    l. c., cf. Hippon.46; later also of other merchandise,

    ὡς χαραδριὸν περνάς Id.52

    (v.l. μῶν.. περνᾷς;; τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ' εἶδον E.Cyc. l. c.:—[voice] Pass.,

    κτήματα περνάμεν' ἵκει Il.18.292

    , cf. Pi.I.2.7;

    πάντα.. πέρναται Ar.Eq. 176

    .
    2 simply, sell (as always in the [dialect] Att. forms),

    τὰ κτήματα πέντε ταλάντων πεπρακότας Is.

    l.c.:—[voice] Pass., to be sold, esp. for exportation, Sol. l. c., Hdt.1.156, A.Ch. 915, E. Ion 310 ; ἐς Αιβύην, ἐς Θεσπρωτούς, Hdt.2.54,56;

    ἐπ' ἐξαγωγῇ SIG45.38

    (Halic., V B.C.); ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα interpol. in Pl.Phd. 69b;

    τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν Id.Lg. 850a

    ; πραθείσης ὀλίγου [τῆς πεντηκοστῆς] the tax of 2 per cent. having been sold or let for a small sum, And.1.133.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρνημι

  • 12 συνείκω

    A give way, yield,

    τῷ καιρῷ Plb.32.13.3

    , cf. 5.71.10; of things,

    σ. τὸ ξύλον Anon.

    ap. Suid., cf. D.S.2.8, Dsc.5.74, Sor.2.63 ( συνήκει cod.), Fract.6.
    ------------------------------------
    συνείκω (B), [ per.] 3sg. συνείκει (- κη cod.)· συμφέρει, Hsch.:
    A

    οὐ μὴ συνείκη IG4.156.2

    (Aegina, iv B.C.): but the latter form may be from συνενείκη [tense] aor. of συμφέρω.
    ------------------------------------
    συνείκω (C), late spelling (s. v.l.) of [dialect] Dor. συνίκω
    A = συνήκω, ὅσα ποτὶ τὸ κοινὸν συν[ε]ίκει the moneys which accrue to.., IG9(1).694.121 (Corc., ii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνείκω

  • 13 χρεώ

    χρεώ, [dialect] Ep. [full] χρειώ, gen. οῦς, , less freq. neut., Il.10.142, Od.2.28, 5.189 (where τόσον agrees with χ.), 4.312, Il.10.85, 11.606, perh. 9.197, 608, 21.322, 23.308, Od.4.707;
    A

    τὸ χ. Inscr.Prien.9

    ), al. (ii/i B. C.): ([etym.] χρή, χρεία):—want, need; ἦ τι μάλα χρεώ of a truth there is much need, Il.9.197; χρειοῖ ἀναγκαίῃ by dire necessity, 8.57;

    ἀναγκαίης ὕπο χρειοῦς φεύγοντες Sol.[36.9]

    ap.Arist.Ath.12.4: c. gen., ἵν' οὐ χρεὼ πείς ματός ἐστιν where there is no need of a cable, Od.9.136; χρειὼ ἱκάνεται want, necessity arises, Il.10.118, cf. 142, Od.6.136;

    εἴ ποτε δὴ αὖτε χρειὼ ἐμεῖο γένηται Il.1.341

    ;

    χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς 10.172

    ;

    τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε;.. δήμιον ἦ ἴδιον; Od.4.312

    ; ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι if so great a need should come upon me, 5.189;

    τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; 2.28

    ; also ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (sc. τῆς νηός, χρεὼ γίγνεται being = χρή 1.2) 4.634; even

    οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Il.21.322

    .
    2 used by Hom. ellipt., χρεώ c. acc. pers., τίπτε δέ σε χρεώ (sc. ἱκάνει); Od.1.225, Il. 10.85: folld. by a gen., οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς need of it touches me not, 9.608;

    χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ 10.43

    , cf. 9.75;

    τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο; 11.606

    : also c. inf., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς he needs must stand firm, ib. 409;

    οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Od.4.707

    , cf. Il.18.406, Od.15.201, A.R.1.649.
    II = χρεών, necessity, destiny, fate, A.R.1.440;

    ἡ εἰς τὸ χ. μετάστασις Inscr.Prien.99

    , al. (ii/i B. C.).
    III = χρέος or χρῆμα, affair, object, Id.4.191; simply, thing, Id.3.33.—The word is mostly [dialect] Ep.Hom. uses both forms χρεώ and χρειώ: but in the ellipt. phrase, mentioned 1.2, he always has χρεώ, as monosyll.:—in Il.11.606 χρεώ before a vowel is used short:— χρεώ is disyll. in Parm.1.28.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεώ

  • 14 ὄνομα

    ὄνομα, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] ὄνῠμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 ([place name] Crete), SIG1122.8 ([place name] Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene) ; [dialect] Lacon. *[full] ἔνυμα prob. in pr. nn.
    A

    Ἐνυμακρατίδας IG5(1).213.45

    , Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2 ; poet. also (metri gr.) [full] οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sts. in other [dialect] Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic ; [dialect] Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 ([place name] Oropus), etc.: Hom. has

    οὔνομα Od.6.194

    , 9.355, Il.3.235,

    οὐνόματ' (α) 17.260

    ,

    ὄνομα Od.9.16

    , 364, 366, 19.183,

    ὄνομ' (α) 4.710

    et saep.:— name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc.

    ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194

    and in Od.13.248 (v. infr. II) ;

    Οὖτις ἐμοί γ' ὄ. 9.366

    , cf. 18.5,19.183, 247;

    Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον 7.54

    , cf. 19.409, Hes. Th. 144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name,

    πόλις ὄ. Καιναί X.An. 2.4.28

    , etc.: also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v. l.) ;

    ὀνόματι λέγειν

    by name,

    Pl.Ap. 21c

    ;

    ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4

    , etc. ; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 ([place name] Philae) ; ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄ. each by his name, 3 Ep.Jo.14.
    2 ὄ. τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av. 810 :—[voice] Pass., ὄ. κεῖταί τινι ib. 1291 ; ὄ. ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12 ; so ὄ. φέρειν or ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN 1119a33, HA 572a11.
    3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name,

    εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550

    ;

    καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄ. X. Oec.7.3

    , cf. E. Ion 259, 800, Pl.Cra. 393e, etc.:—so in [voice] Pass.,

    ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph. 605

    , cf. El. 694 ;

    ὄ. δημοκρατία κέκληται Th.2.37

    ;

    τὸ ἐναντίον ὄ. ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122

    ;

    ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64

    ;

    λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg. 842e

    ; but also

    ὀνόματί τινα προσαγορεύειν Antipho 6.40

    ; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt. 279e, Cra. 385d ;

    ὄ. καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm. 147d

    ;

    τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται.. Κυνὸς σῆμα E.Hec. 1271

    ;

    τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3

    .
    II name, fame,

    Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248

    ;

    οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93

    ; ὄ. ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma. 282a ;

    τὸ μεγα ὄ. τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64

    ;

    τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄ. ὡς.. Id.5.16

    ;

    τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20

    ;

    ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma. 281c

    ;

    ὄ. μέγιστον ἔχειν Th.2.64

    ; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23 ;

    οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1

    ;

    παράσιτοι δ' ἐπ' ὀνόματος ἐγένοντο

    notably,

    Ath.6.240c

    ; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib. 241a.
    III a name and nothing else, opp. the real person or thing,

    ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται Od.4.710

    ;

    βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97

    ; opp. ἔργον, E.Or. 454, Hipp. 502 ;

    περὶ ὄ. μάχεσθαι Lys.33.3

    ;

    ἐκ τῶν ὀ. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15

    ; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd. 285a, Lg. 644a.
    2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence.., Th.4.60 ;

    μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89

    ;

    χώρα καλῶν ὀ. καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R. 495c

    , cf. Plb.11.5.4.
    IV in periphr. phrases, ὄ. τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT 905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v. l. for ὄμμ') Id.Or. 1082 : with the names of persons, periphr. for the person,

    ὦ φίλτατον ὄ. Πολυνείκους Id.Ph. 1702

    .
    2 of persons,

    ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15

    ; ἕτερα ὀ. ἀντ' αὐτοῦ.. πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.) ; in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.) ; βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄ. charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.) ; τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.) ; in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips. 3 ii 25 (iii A. D.) ; ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.);

    δικαιώματα.. ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11

    (ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.
    V phrase, expression, esp. of technical terms,

    ὀ. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19

    : generally, D.19.187.
    VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra. 399b, cf. Ap. 17c, Smp. 198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh. 1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al. ; τὸ ἰλλαίνειν ὄ. the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.
    2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht. 168b, Sph. 262a, 262b, cf. Arist.Po. 1457a10, Int. 16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45 ; ὄ. κύριον a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so ὄ. alone, Ar.Nu. 681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213) ; also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nōmen, Skt. nāma.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄνομα

  • 15 ὕβρις

    ὕβρις [ῠ by nature, [pron. full] by position in [dialect] Ep. etc.], , gen. εως Ar.Lys. 425, Th. 465 (lyr.), εος Id.Pl. 1044, Eub.67.9, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ιος Hes.Op. 217, Hdt.1.189:—
    A wanton violence, arising from the pride of strength or from passion, insolence, freq. in Od., mostly of the suitors,

    μνηστήρων, τῶν ὕ. τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει 15.329

    , 17.565;

    μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕ. ἔχοντες 1.368

    , 4.321;

    λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕ. ἔχουσι 16.86

    , cf.Alc.Supp.27.10;

    ὕβρει εἴξαντες Od.14.262

    , 17.431; θεοὶ.. ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες ib. 487;

    δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.

    l.c., cf. Archil.88, IG12.394 (vi B. C.), 42(1).122.98 (Epid., iv B. C.); joined with ὀλιγωρίη, Hdt.1.106;

    δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος A.Eu. 533

    (lyr.);

    ἐπιθυμίας.. ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕ. ἐπωνομάσθη Pl.Phdr. 238a

    ; in Poets freq. joined with κόρος (v. κόρος (A) 2): predicated of actions,

    ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; S.OC 883

    ;

    ταῦτ' οὐχ ὕβρις δῆτ' ἐστίν; Ar.Nu. 1299

    , cf. Ra.21, Pl. 886;

    ὕβρις τάδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν E.Hipp. 474

    ; ὕβρει in wantonness or insolence, S.El. 881, Pl.Ap. 26e;

    ἐφ' ὕβρει E.Or. 1581

    , D.21.38, PCair.Zen.462.9 (iii B. C.), etc.;

    δι' ὕβριν D.21.42

    ;

    διὰ τὴν ὕ. X.HG2.2.10

    ;

    πρὸς ὕβριν Plu. Alc.37

    , etc.
    2 lust, lewdness, opp. σωφροσύνη, Thgn.379, X.Cyr. 8.4.14.
    3 of animals, violence, Hdt.1.189;

    ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Pi.P.10.36

    , cf. N.1.50 (v.

    ὑβρίζω 1.2

    );

    ἡ ἐκ τοῦ χαλινοῦ ὕ. D.Chr.63.5

    .
    II = ὕβρισμα, an outrage (though it is freq. difficult to separate this concrete sense from the abstract), Il.1.203, 214;

    ὕβριν τεῖσαι Od. 24.352

    ;

    ὑπὸ γυναικὸς ἄρχεσθαι ὕ. ἐσχάτη Democr.111

    , cf. Xenoph.1.17: sts., like ὑβρίζω, folld. by a Prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις her outrage towards.., E.Ba.9; ἡ κατ' Ἀργείων (- ους codd.Priscian.)

    ὕ. S.Fr. 368

    ;

    ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdn.2.4.1

    : c. gen. objecti, ὕ. τινός towards him, Id.1.8.4, etc.: pl., wanton acts, outrages, Hes.Op. 146, E.Ba. 247, HF 741, Pl.Lg. 884a, etc.:—for ὕβριν ὑβρίζειν, cf.

    ὑβρίζω 11.2

    .
    2 an outrage on the person, esp. violation, rape, Pi.P.2.28, Lys. 1.2, etc.;

    παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Isoc.4.114

    , cf. Plb.6.8.5;

    τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Aeschin.1.116

    ; τὴν τοῦ σώματος ὕβριν πεπρακώς ib.188; so τὸ σῶμα ἐφ' ὕβρει πεπρακώς ib.29;

    γυναῖκας ἤγαγε δεῦρ' ἐφ' ὕβρει D.19.309

    ;

    γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὑτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Arist.Rh. 1373a35

    .
    3 in Law, a term covering all the more serious injuries done to the person, Isoc.20.2, Aeschin. 1.15, D.37.33, 45.4; see esp. D.21 (against Meidias); ὁ τῆς ὕβρεως νόμος ib.35 (the text is given ib.47);

    δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115

    (iii B. C.), cf. PHib.1.32.8 (iii B. C.), etc.
    III used of a loss by sea, Pi. (v. ναυσίστονος), Act.Ap.27.21.
    B as masc., = ὑβριστής, a violent, overbearing man,

    κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα Hes.Op. 191

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕβρις

  • 16 ἵκω

    ἵκω, subj. ἵκωμι, ipf. ἷκε, aor. ἷξον: come (to), reach; ἵκω is the stem-form answering to ἱκάνω and ἱκνέομαι, and has the same applications and constructions as those verbs; πινυτὴ φρένας ἵκει, ‘informs,’ Od. 20.228.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵκω

  • 17 χρεώ

    χρεώ, χρεώ, Il. 11.606, χρειώ ( χρή): want, need, necessity; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, Il. 8.57; ἐστὶ, γίγνεται (cf. opus est), w. gen. of thing and acc. of person, also freq. ικει, ἱκάνει, ἱκάνεται, Od. 6.136; χρέω without ἐστί or ἱκάνει, like χρή, τίπτε δέ σε χρεώ; Od. 1.225.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρεώ

См. также в других словарях:

  • ἵκει — ἵ̱κει , ἵκω come pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AURUM Callaicum — et Callaicum metallum, apud Martialem l. 14. Epigr. 96. a gente Lusitaniae nomen habet. Nam Καλλα̈ικεὶ Graecis, quos Gallaecos Latini vocant. Salmas. ad Solin. p. 237 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προγενέστερος — η, ο / προγενέστερος, τέρα, ον, ΝΑ [προγενής] (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι νεοελλ. 1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και… …   Dictionary of Greek

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»