-
1 ίκε
ἷ̱κε, ἵκωcome: imperf ind act 3rd sgἵκωcome: pres imperat act 2nd sgἵκωcome: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἷ̱κε, ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd sg -
2 ἷκε
ἷ̱κε, ἵκωcome: imperf ind act 3rd sgἵκωcome: pres imperat act 2nd sgἵκωcome: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἷ̱κε, ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd sg -
3 ἵκω
1 come Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ? κῶμος) O. 4.10ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9
ἶκεν δὲ Μιδέαθεν O. 10.66
ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87
[P. 2.36 v.ἱκνέομαι.] ταχέως δ' Ἄδματος ιλτ;γτ;κεν καὶ Μέλαμπος P. 4.126
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις (i. e. when he returned) P. 11.32εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
ὤμοσε γὰρ θεός μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116
]ον ἷκε συγγόνους τρεῖς π[ (Schr.: εἷκε Π.) fr. 140. 70 (44). -
4 ἵκω
ἵκω [v. sub fin.], chiefly [dialect] Ep., Lyr., and [dialect] Dor., never in Hdt. or Trag. (in A.Supp. 176 Pors. restored ἥκετε); cf. ἱκάνω, ἱκνέομαι; [dialect] Dor., Arc. [full] ἵκω IG4.329 ([place name] Corinth), 952.16(Epid.), Schwyzer323C37 (Delph.), IG5(2).3.12 ([place name] Tegea), written εἵκω in Epich.35.13 codd., but ἵκει correctly in Ar.Lys.87; [ per.] 3pl. ἵκαντι,= ἥκουσιν, Hsch. (cf. παρίκω): [tense] impf.Aἷκον Il.1.317
: poet. [tense] fut. inf.ἱξέμεν Pi.Pae.6.116
; [dialect] Dor. [tense] fut. ἱξῶ Megar. in Ar.Ach. 742: [dialect] Ep. [tense] aor. ἷξον (v. infr.); also [tense] aor. 1ἷξα Q.S.12.461
(v.l.): for ἵξομαι, ἷγμαι, v. ἱκνέομαι:— come, of persons,ἐς δόμον ἵκει Od.18.353
;ἷξεν δ' ἐς Πριάμοιο Il.24.160
, cf. 122; ;ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος 2.667
;ἐπὶ Θρῃκῶν.. τέλος ἷξον ἰόντες 10.470
;ἷξε δ' ἐπ' ἐσχατιήν 20.328
;ποταμοῖο κατὰ στόμα.. ἷξε νέων Od.5.442
: in Hom. freq. c. acc., come to,δόμον Il.18.406
, etc.;Μαλειάων ὄρος Od.3.288
;εἰ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν Pi.N.5.50
, cf. O.5.9; αἴ κ' αὐτὸς ἵκη, ἀνελέσθω prob. in IG5(2).159.2 (Class.Phil.20.134).2 of things, Φρυγίην.. κτήματα περνάμεν' ἵκει come or are brought to.., Il.18.292; alsoὁπότε χρόνος ἷξε δικασπόλος Maiist.52
.3 attain to, reach,κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.1.317
, cf. 2.153, 14.60; ;ὀρυμαγδὸς.. οὐρανὸν ἷκε δι' αἰθέρος 17.425
;κλέος οὐρανὸν ἵκει Od.9.20
;ὕβρις τε βίη τε.. οὐρανὸν ἵκει 15.329
; ;ἵκῃ τ' ἐς ἄκρον ἀνδρείας Simon.58.6
.4 of sufferings, feelings, etc., ὅτε κέν τινα.. χόλος ἵκοι come upon him, Il. 9.525;τοι πινυτὴ φρένας ἵκει Od.20.228
;χρειὼ ἵκει τινά 2.28
, 5.189: abs.,χρειὼ τόσον ἵκει Il.10.142
. [In ἵκω, ῑ always; in ἱκάνω, and the unaugmented moods of ἱκόμην, ῐ always.— ἵκοντ' is prob. for ἵκοντο [ῐ] in Pi.P.2.36.] (Prob. cogn. with ἥκω.) -
5 αρχαικέ
-
6 ἀρχαικέ
-
7 σύγγονος
σύγγονος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι, -ους.)a adj., hereditary, inbornσυγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14
μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν, son of Amphiareus) P. 8.60ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12
b subs., kinsmanκατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80
ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν P. 3.39
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108
ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος N. 10.40
] ον ἶκε συγγόνους τρεῖς π[ fr. 140a. 70 (44).c frag., Φόρκοιο σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17. -
8 τρεῖς
τρεῑς (τρεῖς, τρᾰῶν, τρεῖς; τρᾰα nom., acc.)1 three μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (“ob drei πόνοι gemeint sind oder drei andere Büßer, ergibt sich aus den Worten nicht,” Wil.) O. 1.60τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις O. 1.79
πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς (sc. δράκοντες) O. 8.38 τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.38 θύγατρες αἱ τρεῖς (sc. Κάδμου) P. 3.98Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς P. 4.171
πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς (Hermann: τρίς codd.: sc. στεφανώσεις, Schr.) N. 6.20ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (cf. Demosth., 19. 209) N. 7.48ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ I. 6.61
εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ, Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν fr. 6a. h. τρία κρᾶτα fr. 8. ] αν τρεῖς[ (referring to the three lamentations, vv. 6—9) Θρ. 3.. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας· τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135. ] ον ἷκε συγγόνους τρεῖς π[ fr. 140a. 71 (45). -
9 ἵκω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵκω
См. также в других словарях:
ἷκε — ἷ̱κε , ἵκω come imperf ind act 3rd sg ἵκω come pres imperat act 2nd sg ἵκω come imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἷ̱κε , ἱκνέομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
CAICUS — I. CAICUS Mysiae fluvius, cuius meminit Virg. Georg. l. 4. v. 370. Saxosumque sonans Hypanis, Mysusque Caicus. Lucan. l. 3. v. 203. Mysiaque et gelidô tellus persusa Caicô Idalis. Plin. l. 35 c. 30. Ex Mysiâ veniens Caicus Amnis. Ovid. l. 3. de… … Hofmann J. Lexicon universale
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… … Dictionary of Greek
ικεμπάνα — Ιαπωνική τέχνη διατήρησης των λουλουδιών, μέσω ενός ειδικού συστήματος τοποθέτησής τους σε βάζα. Ο όρος σχηματίζεται από τις ιαπωνικές λέξεις ίκε ρου (= ζω, διατηρώ ζωντανό) και μπάνα (= λουλούδι). Οι πρώτες αρχές της ι. ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ … Dictionary of Greek
ἀρχαικέ — ἀρχᾱϊκέ , ἀρχαικός old fashioned masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)