Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ+τοῦ+θεοῦ+ς

См. также в других словарях:

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλεία του Θεού — Das Reich Gottes (hebr. מלכות malchut, griech. Βασιλεία του Θεού basileia tou theou) ist ein Begriff aus dem Tanach, der hebräischen Bibel. Er bezeichnet als Königtum einen Wesenszug, als Königreich einen räumlich vorgestellten Herrschaftsbereich …   Deutsch Wikipedia

  • Κιβωτός του Νώε — Βιβλικός όρος. Πλωτό σκάφος (κιβωτός), που σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Γένεση) κατασκεύασε ο Νώε έπειτα από επιταγή του Θεού, για να διασώσει την οικογένειά του και κάποια είδη ζώων από τον Κατακλυσμό. Η κιβωτός είχε σύμφωνα με την παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσου, θέατρο του- — Αρχαίο θέατρο της Αθήνας, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης. Το θέατρο αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1838. Σήμερα διασώζονται τα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως η ορχήστρα, το κοίλο και η σκηνή. Οι πληροφορίες σχετικά …   Dictionary of Greek

  • Αποκάλυψις του Ιωάννη — Τίτλος του μοναδικού προφητικού βιβλίου στην Καινή Διαθήκη που βρίσκεται τελευταίο στη σειρά από όλα τα άλλα βιβλία της. Συγγραφέας της είναι o απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που έχει γράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και τις τρεις καθολικές… …   Dictionary of Greek

  • Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… …   Dictionary of Greek

  • Βερνάρδος του Κλερβό — (Bernard de Clairvaux, Φοντέν, Ντιζόν 1091 – Κλερβό 1153). Φιλόσοφος, θεολόγος και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε, μαζί με τον Ούγο και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτορα, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του μυστικισμού της εποχής του. Μοναχός σε …   Dictionary of Greek

  • Χόλμπαχ, Πάουλ - Χάινριχ Ντίτριχ, βαρόνος του — (Holbach, Χάιντελσχάιμ, Παλατσιάνο 1723 – Παρίσι 1789). Γάλλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού. Από γερμανική οικογένεια, έγινε Γάλλος πολίτης το 1749. Συνεργάστηκε στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό, με άρθρα επιστημονικού περιεχομένου. Η απέραντη… …   Dictionary of Greek

  • Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… …   Dictionary of Greek

  • Φρανσουά, αγγείο του– — Ελληνικός κρατήρας (570 560 π.Χ.), αριστούργημα της ελληνικής κεραμικής, έργο του αγγειοπλάστη Εργότιμου και του αγγειογράφου Κλιτία. Βρέθηκε το 1844 κοντά στο Κιούζι της Ιταλίας από τον Γάλλο αρχαιολόγο Αλεξάντρ Φρανσουά, από τον οποίο και πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Ούγος του Αγίου Βίκτορα — (Σαξονία περ. 1096 – Παρίσι 1141). Γερμανός θεολόγος. Εισήλθε περίπου το 1115 1118 στο μεγάλο εκείνο κέντρο μυστικιστικής σκέψης του 12ου αι., που ήταν το παρισινό αβαείο των μοναχών του Αγίου Βίκτωρα, όπου υπήρξε μαθητής του Γουλιέλμου του Σαμπώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»