Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποίησιν

См. также в других словарях:

  • ποιῇσιν — ποιέω make pres subj act 3rd sg (epic) ποιός of a certain nature fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίησιν — ποίησις fabrication fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίῃσιν — πόα grass fem dat pl (epic doric ionic) ποί̱ῃσιν , ποῖος of what kind? fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • CHEMIA — Suidae Χήμεια, aliis Veterum Χημεία et Χημευτικὴ, infirmae Graeciae Auctoribus Α᾿ρχημία, Firmico Scientia Chimiae, l. 3. c. 15. in Lexico huius Artis ἱερὰ καὶ θεία τέχνη, sacra et divina Ars, est quam hodie Chymiam vocant et Alchymiam, quasi ἀπὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LYCURGUS — I. LYCURGUS Nemeae Rex, Archemori pater. Stat. Theb. l. 5. v. 638. 647. 653. 696. et 702. It. Lycurgus Gigas ab Osiride in Thracia peremptus. Berosus l. 5. Diod. Sic. l. 1. II. LYCURGUS Rhetor Atheniensis magni nominis, duodeoim Annis reditus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

  • νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»