Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρεσβίστατος

См. также в других словарях:

  • πρεσβίστατος — eldest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβίστατον — πρεσβίστατος eldest masc acc sg πρεσβίστατος eldest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»