Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νυνμενί

См. также в других словарях:

  • νυνμενί — (Α) επίρρ. (αντί νυνί μέν) τώρα δα μεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυνὶ μέν + δεικτικό επίθημα Γ (πρβλ. νῦν: νυνί)] …   Dictionary of Greek

  • νυνμενί — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»