Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕλκει

См. также в других словарях:

  • ἕλκει — ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕλκεϊ , ἕλκος wound neut dat sg (epic ionic) ἕλκος wound neut dat sg ἕλκω sulcus pres ind mp 2nd sg ἕλκω sulcus pres ind act 3rd sg ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἑλκέω drag… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκεῖ — ἑλκέω drag about pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἑλκέω drag about pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλκε' — ἕλκεα , ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἕλκει , ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕλκεϊ , ἕλκος wound neut dat sg (epic ionic) ἕλκει , ἕλκος wound neut dat sg ἕλκεε , ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἕλκει …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνι (ηλεκτρικό) — Ηχητικός μηχανισμός. Αποτελείται βασικά από έναν μεταλλικό κώδωνα, που τίθεται σε παλμική κίνηση από τις κρούσεις ενός πλήκτρου, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη. Το κ. χρησιμοποιείται ως συσκευή σηματοδότησης. Τα… …   Dictionary of Greek

  • вести — ВЕ|СТИ (295), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Вести (кого л.) идя вместе, направлять движение кого л.: ˫Ако ѥгда оубогааго ведемъ въ домъ свои. и алъчьна напитаѥмъ и нага одежемъ. хс҃а при˫ахомъ и напитахомъ. Изб 1076, 94; и страньны˫а же много коривъши… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • влещи — ВЛЕ|ЩИ (130), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Волочить по земле, тащить волоком: ид˫ахоу влекоуще оужи же великыими СкБГ XII, 25в; и изнесъше оужа и влѣкоша ракоу на мѣсто ||=своѥ. (εἵλκουσαν) КЕ XII, 247 248; то же ПНЧ XIV, 191а; нозѣ оузами нѣкыми стѩгноувъша …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ρυμουλκός — ή, ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν 1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του 2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • BOLETAR Halieuticum — argenteum librarum XX. apud Trebellium Pollionem in Claudio, c. 17. quid sit, anxios habuit non paucos Eruditorum, cum quaedam exemplatia verba haec plane omittant, alia modo Voleta, modo Voletar, Praeferant. Sed Boletar omnino scribendum esse,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»