Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕλκον

См. также в других словарях:

  • ἕλκον — ἕλκω sulcus pres part act masc voc sg ἕλκω sulcus pres part act neut nom/voc/acc sg ἕλκω sulcus imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἕλκω sulcus imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύστρεπτος — εὔστρεπτος, ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, ον (Α) ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν») αρχ. (για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (<… …   Dictionary of Greek

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»