Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φύην

См. также в других словарях:

  • φυήν — φυή growth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύην — Φύη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύην — φύος neut acc sg φύω bring forth aor opt act 3rd pl (epic doric aeolic) φύω bring forth aor opt act 1st sg φύ̱ην , φύω bring forth pres inf act (doric aeolic) φύω bring forth aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) φύω bring forth aor ind pass… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυή — και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α 1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική 2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση 3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.) 4. ηλικία 5. υπόσταση 6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι… …   Dictionary of Greek

  • APUA — I. APUA oppid. Liquriae, in THusciae confinio amplum, ad Macram fluv. cuius incolae Apuani Livio. Hodie Pontremoli, teste Iustinianô dicitur. Vide Cluver. Ital. Ant. l. 1. c. 10. Subest magno Duci Hetruriae, qui id redemit ab Hispanis, paucis ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • προσειδής — ές, Α όμοιος («ὠχρόν τε χρυσῷ τε φυὴν εἱς ὦπα προσειδές», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»