Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεφύκασι

См. также в других словарях:

  • πεφύκασι — πεφύ̱κᾱσι , φύω bring forth perf ind act 3rd pl πεφύκᾱσι , φύζω perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • στοιχηδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ. β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»