Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔσϑ

См. также в других словарях:

  • εσθ’ ότε — ἐσθ’ ὅτε (Α) (επίρρ. φρ. αντί τού ἔστιν ὅτε) κάποτε …   Dictionary of Greek

  • ἐσθ' — ἐστι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσθ' — ἔσθε , ἔσθω eat pres imperat act 2nd sg (epic) ἔσθε , ἔσθω eat imperf ind act 3rd sg (epic) ἔστε , ἔστε up to the time that indeclform (conj) ἐστι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl ἔστε , εἰμί sum pres imperat act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»