-
1 λίθος
λίθος, 1) ὁ, der Stein, Felsblock; τρηχύς, ὀκριόεις, Il. 5, 308. 8, 327, ξεστός, Odyss. 3, 406; ἐπεὶ οὔ σφι λίϑος χρὼς οὐδὲ σίδηρος, Il. 4, 510, vgl. 19, 494; σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίϑοιο Od. 23, 103; so oft als Sinnbild des Unerbittlichen, Gefühllosen, Ar. Nubb. 1202, Plat. Hipp. mai. 292 d; vgl. auch ὥςπερ λίϑον ζῆν, Gorg. 494 a; auch sprichwörtlich λίϑῳ λαλεῖς, Paroemigr. App. 3, 68; vgl. Jacobs zu Ach. Tat. II, 815 ff. – Von der steinernen Wurfscheibe, Od. 8, 190; übh. Steine, welche die Kämpfenden auf einander schleudern, Hom. u. A.; μὴ βαλέτω με λίϑῳ τραχεῖ φϑόνος, Pind. Ol. 8, 55; oft τοῖς λίϑοις βάλλειν, Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; τοῖς λίϑοις τύπτειν ἐκ χειρός, Pol. 3, 13, 4; – λίϑον τινὰ ποιεῖν, zu Stein machen, versteinern, Il. 24, 611 Od. 13, 156; μὴ αὐτόν με λίϑον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειε Plat. Conv. 198 c. – Sprichwörtliche Vrbdgn sind noch μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίϑους σπείρειν, Plat. Legg. VIII, 838 c; πάντα λίϑον κινεῖν, eigtl. im Spiel jeden Stein ziehen (so sagt Theocr. 6, 18 τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίϑον), d. i. Alles in Bewegung setzen, um einen Zweck zu erreichen; auch λίϑον ἕψειν u. ähnl., s. Paroem. – In Athen ist ὁ ἐν τῇ πυκνὶ λίϑος die steinerne Rednerbühne, von der herab die Redner zum Volk sprachen, B. A. 277, Oratt.; vgl. Ar. Ach. 683 Pax 680. – Auf der ἀγορά ist auch ὁ τοῦ κήρυκος λίϑος, auf welchen sich der Herold stellt, wenn er Etwas öffentlich ausruft, Plut. Sol. 8; – auf einem andern Steine, ἐν ἀγορᾷ πρὸς τῷ λίϑῳ, mußte jeder Thesmothet schwören, Plut. Sol. 25; – u. im Areopag stand der Kläger auf einem Steine, Harpocr. – 2) ἡ λίϑος, bei Hom. = masc., von dem Wurfsteine, λίϑοι ϑαμειαί, Il. 12, 287; στερεὴ λίϑος Od. 19, 494. – Nach den Gramm. bes. die edleren, zur Politur u. feineren Bearbeitung geeigneten Steine, bes. Edelsteine, τὴν λίϑον ταύτην ἑώρας τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, Ar. Nubb. 766; bei Her. 2, 44, σμαράγδου λίϑου, ist das Genus nicht zu erkennen; bei Xen. ἦν ἡ κρηπὶς λίϑου ξεστοῦ κογχυλιάτου, geglätteter Muschelmarmor, An. 3, 4, 10; ἡ Ἡρακλεία λίϑος, der Magnet, Plat. Ion 533 d; Sp. auch ἡ μαγνῆτις λ, ; – ὴ μαργαρῖτις λ., Ath. III, 93 b. – Der Probierstein, τούτων τινὰ τῶν λίϑων, ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat. Gorg. 486 d. – Auch der Grabstein, Anth.; – λίϑων χυτὰ εἴδη, Plat. Tim. 61 b, wie συγ κυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίϑου Epinic. bei Ath. X, 432, eine Art Glasfluß; so ist auch Her. 2, 69 ἀρτήματα λίϑινα χυτά zu erkl. – Der Blasenstein, Arist. H. A. 3, 15 u. Medic.
-
2 λίθος
λίθος, (1) ὁ, der Stein, Felsblock; so oft als Sinnbild des Unerbittlichen, Gefühllosen. Von der steinernen Wurfscheibe; übh. Steine, welche die Kämpfenden auf einander schleudern; λίϑον τινὰ ποιεῖν, zu Stein machen, versteinern; πάντα λίϑον κινεῖν, eigtl. im Spiel jeden Stein ziehen, d. i. alles in Bewegung setzen, um einen Zweck zu erreichen. In Athen ist ὁ ἐν τῇ πυκνὶ λίϑος die steinerne Rednerbühne, von der herab die Redner zum Volk sprachen. Auf der ἀγορά ist auch ὁ τοῦ κήρυκος λίϑος, auf welchen sich der Herold stellt, wenn er etwas öffentlich ausruft; auf einem andern Steine, ἐν ἀγορᾷ πρὸς τῷ λίϑῳ, mußte jeder Thesmothet schwören, u. im Areopag stand der Kläger auf einem Steine. (2) ἡ λίϑος, = masc., von dem Wurfsteine. Nach den Gramm. bes. die edleren, zur Politur u. feineren Bearbeitung geeigneten Steine, bes. Edelsteine; ἦν ἡ κρηπὶς λίϑου ξεστοῦ κογχυλιάτου, geglätteter Muschelmarmor; ἡ Ἡρακλεία λίϑος, der Magnet. Der Probierstein; der Grabstein; συγ κυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίϑου, eine Art Glasfluß. Der Blasenstein -
3 πεντά-λιθος
πεντά-λιθος, von od. mit fünf Steinen, πενταλίϑοις παίζειν, ein Spiel der Frauenzimmer, bei dem man fünf Steinchen od. Knöchel, ἀστράγαλος, mit dem Rücken der umgekehrten Hand in die Höhe warf und sie mit der umgekehrten Hand wieder auffing, jeu des osselets, Poll. 9, 126.
-
4 πολύλ-λιθος
πολύλ-λιθος, mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).
-
5 τρί-λιθος
-
6 φιλό-λιθος
φιλό-λιθος, Steine, bes. Edelsteine liebend; Plut. coh. ira 14; Clem. Al.
-
7 χρῡσό-λιθος
χρῡσό-λιθος, ἡ, Goldstein, ein durchsichtiger Edelstein von Goldfarbe, der Topas der ältern Griechen, Plin. H. N. 37, 9,42.
-
8 ψευδο-χρῡσό-λιθος
ψευδο-χρῡσό-λιθος, ὁ, falscher, unächter Chrysolith, D. Sic. 2, 52.
-
9 κατά-λιθος
κατά-λιθος, voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.
-
10 κουφό-λιθος
κουφό-λιθος, ὁ, eine Steinart, Alex. Aphrod. zu Arist. meteor. 4.
-
11 εὔ-λιθος
-
12 διά-λιθος
-
13 μοχλό-λιθος
μοχλό-λιθος, ὁ, Stein zum Verschließen der Thür, Schol. Od. 9, 240.
-
14 μονό-λιθος
μονό-λιθος, aus einem Steine, ion. μουνόλιϑος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.
-
15 λευκό-λιθος
-
16 αὐτό-λιθος
αὐτό-λιθος, dasselbe, Conj. Hemsterh. zu Poll. 10, 120, wie Soph. frg. 133, für αὐτοχειλέσι ληκύϑοις.
-
17 ὁλό-λιθος
-
18 ἄ-λιθος
-
19 ὑπό-λιθος
ὑπό-λιθος, unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.
-
20 φελλάτας
φελλάτας, ὁ, λίϑος, eine unbekannte Steinart, aus der Bildsäulen gemacht wurden, auch φελλέτας und φελλάντας geschrieben; wahrscheinlich eine sehr poröse Steinart, wie Bimsstein, wenigstens nennt ihn Harpocr. λίϑος κισσηρώδης; nach Hesych. hatte er seinen Namen von der attischen Berggegend Φελλεύς, wo er gefunden wurde.
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek