-
1 γενναιών
γενναιάζωto be brave: fut part act masc voc sgγενναιάζωto be brave: fut part act neut nom /voc /acc sgγενναιάζωto be brave: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
2 γενναιῶν
γενναιάζωto be brave: fut part act masc voc sgγενναιάζωto be brave: fut part act neut nom /voc /acc sgγενναιάζωto be brave: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
3 γενναίων
γενναί̱ων, γενναῖοςtrue to one's birth: fem gen plγενναί̱ων, γενναῖοςtrue to one's birth: masc /neut gen plγενναί̱ων, γενναῖοςtrue to one's birth: masc /fem /neut gen pl -
4 ἄωτος
ᾰωτος (-ος, -ῳ, -ον; -οι) c. gen.1 of things.a choicest (portion)μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15
δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος ἐσλὸν αἰνεῖν’ N. 3.29εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξενῶν γλώσσας ἄωτον I. 1.51
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.4
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέωνῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
χρὴ Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (τὸν ὕμνον. Σ.) I. 8.16 ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (i. e. τὸν ὕμνον. καταλείβειν e. g. supp. Wil.) Pae. 6.59 pl.,στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέῤ O. 9.19
b choicest (prize)Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις, ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον O. 3.4
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ O. 5.1
ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
2 of persons, the foremost, best, pickΘήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον O. 2.7
κατέβα ναυτᾶν ἄωτος P. 4.188
pl.,ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9
cf. fr. 111a. 7 infra.3 fragg. ] γενναίων ἄωτος νεκταρέας fr. 6b. f. ]ἄωτος ἡρώω[ν fr. 111a. 7. -
5 γενναῖος
1 genuine (cf. Fraenkel on Agam. 1198) “ φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” P. 8.44 ] γενναίων ἄωτος fr. 6b. f. -
6 νεκτάρεος
a nectar bearing εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.b of nectar, i. e. as sweet as nectar.τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
] γενναίων ἄωτος νεκταρέας αι[ fr. 6b. f. -
7 γαμέω
Aγαμέω Il.9.388
, 391, [var] contr. , S.OT 1500, Ant. 750, E.Or. 1655, X.Cyr.5.2.12, etc.; laterγαμήσω Plu.2.386c
, Luc.Rh.Pr.8 (forγαμήσεις Tim.52
leg. γαμησείεις): [tense] aor. 1ἔγημα Il. 14.121
, etc.; later , Ev.Marc.6.17, Luc.D Deor. 5.4, etc. (cf. infr. 11.2): [tense] pf. , Pl.Lg. 877e: [tense] plpf.ἐγεγαμήκει Th.1.126
:—[voice] Med., [tense] fut. [dialect] Ep.γαμέσσεται Il.9.394
codd., [dialect] Att. , Ar.Th. 900, laterγαμήσομαι Plu.Art. 26
, etc.: [tense] aor.ἐγημάμην Od.16.392
, Anacr.86, Is.5.5, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.γαμηθήσομαι J.AJ6.13.8
, Ant.Lib.1.2, D.C.58.3, Hld.5.30, etc.: [tense] aor.ἐγαμήθην D.H.11.34
, Str.10.4.20, etc.: poet. shortd. γαμεθεῖσα v.l. in Theoc.8.91, cf. Eust.758.52: [tense] pf.γεγάμημαι X.An.4.5.24
, D. 36.32: [tense] plpf.ἐγεγάμητο App.BC4.23
: ([etym.] γάμος):— marry, i.e. take to wife, of the man, Ἀδρήστοιο δ' ἔγημε θυγατρῶν one of his daughters, Il.14.121;ἔνθα δ' ἔγημε γυναῖκα Od.15.241
; γ. γυναῖκα ἐς οἰκία, like ἄγεσθαι, Hdt.4.78: c. acc. cogn.,γάμον γαμεῖν A.Pr. 764
, 909;τὸν Ἑλένης γάμον.. γήμας E.IA 467
; γῆμαι γέκτρα βασιλέως the king's daughter, Id.Med. 594: rarely c. dupl. acc., γάμους τοὺς πρώτους ἐγάμεε Κύρου δύο θυγατέρας (for πρῶτον ἐγάμεε.. θυγατέρας) Hdt.3.88, cf. E.Tr. 357; also γάμῳ γ. marry in lawful wedlock, D.39.26; ἐκ κακοῦ, ἐξ ἀγαθοῦ γῆμαι, marry a wife of mean or noble stock, Thgn.189, 190;ἐκ μειόνων X.Hier.1.28
;ἐκ γενναίων E.Andr. 1279
; παρά τινος ib. 975, Pl.Plt. 310c; ἐπὶ θυγατρὶ γ. ἄλλην γυναῖκα set a stepmother over one's daughter, Hdt.4.154, cf. E.Alc. 372; ἐπὶ δέκα ταλάντοις τινὰ γαμεῖν marry a wife with a dowry of ten talents, And. 4.13.2 of mere sexual intercourse, take for a paramour, Od. 1.36, Luc.Asin.32;γ. βιαίως σκότιον λέχος E.Tr.44
.3 later of the woman,ἐὰν γαμήσῃ ἄλλον Ev.Marc.10.12
: abs., 1 Ep.Cor.7.28.II [voice] Med., give oneself or one's child in marriage:1 of the woman, give herself in marriage, i.e. wed, c. dat.,γαμέεσθαι τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται Od.2.113
;γημαμένη ᾧ υἷϊ· ὁ δ' ὃν πατέρ' ἐξεναρίξας γῆμεν 11.273
: abs., Hdt.4.117;σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μόρσιμον, γαμεῖν δ' ἐμοί A.Fr.13
; εἰς τύρανν' ἐγημάμην I married into a royal house, E. Tr. 474; γήματο δ' εἰς Μαραθῶνα, i. e. she married Herodes of Marathon, IG14.1389 i 5 ( ἥν τ' ἐγήματο is f.l. for ἥ τ' ἐγ. in E.Med. 262): ironically of a henpecked husband,κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ' ἐγήματο Anacr.86
; so Medea to Jason, μῶν γαμοῦσα.. σέ; did I marry you? E.Med. 606; ἐγημάμην, of a man marrying a rich wife, Antiph.46; γαμεῖται ἕκαστος (sens. obsc.) Luc.VH1.22;ὁ γαμηθεὶς ὡς παρθένος κἄπειτα γενόμενος ἀνήρ Phld.Sign.2
; incorrectly, in later writers,γημάμενος Apollod.3.12.6
, cf. Q.S. 1.728.2 of parents, get their children married, betroth them, get a wife for the son, Πηλεύς θήν μοι ἔπειτα γυναῖκα γαμέσσεται αὐτός (where Aristarch. γε μάσσεται will seek or make suit for) Il.9.394:—[voice] Act. [tense] aor. 1 ἐγάμησα in this sense, Men.885.III [voice] Pass., to be taken to wife: hence, marry a husband, Il.cc. ad init., PGrenf.2.76.11 (iv A. D.), etc.; rarely in correct authors, Poll.3.45. -
8 γενναῖος
A true to one's birth or descent (εὐγενὲς μέν ἐστι τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, γενναῖον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
, cf. Rh. 1390b22),οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253
(nowhere else in Hom.);γενναῖον δέ σοι ταχέως ὑπακούειν Ar.Fr.28
D.: hence,I of persons, high-born, noble, Archil.107, etc.;τέκνα Hdt.1.173
;ὦ γονῇ γενναῖε S.OT 1469
;ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας Id.Fr.107.3
; ; οἱ γ., opp. οἱ ἀγεννεῖς, Arist.Pol. 1296b22; so of animals, well-bred, , X.Cyr.1.4.15; opp. ἀγεννής, Arist.HA 558b16.2 noble in mind, high-minded, Hdt.3.140 ([comp] Sup.), S.El. 129 (lyr.), etc.; τὸ γ., = γενναιότης, Id.OC 569; of actions, noble, Hdt.1.37;λῆμα γ. Pi.P.8.44
;τλάσας τὸ γ. S. OC 1640
, cf. E.Alc. 624; γ. ἔπος, λόγοι, πόνοι, S.Ph. 1402, E.Heracl. 537, HF 357 (lyr.).3 as a form of polite speech, γενναῖος εἶ you are very good, Ar.Th. 220.II of things, good of their kind, excellent,μέλος A.Fr.281.5
; σταφυλή, σῦκα, Pl. Lg. 844e; γενναίου.. ἄξιον οὐθενός of no great use, Ath.Mech.31.2; ironical,γένει γ. σοφιστική Pl.Sph. 231b
(cf. 1.1), etc.; genuine, intense, , etc.; violent,σεισμός Philostr. VA6.38
;θάλπη Jul. Or. 2.101d
.b γενναῖον· τὸ τῆς γενέσεως ἀρχηγόν, Hsch.III Adv. - αίως nobly, Hdt.7.139, Th.2.41, Pl.La. 196b, Men.672;ὅρκος, πῆγμα γ. παγέν A.Ag. 1198
; ironical,μάλα γ. ἐπιλαθόμενον ὧν εὖ πάθοι Jul. Or.3.125c
: [comp] Comp. , Ps.-Callisth. 1.38: [comp] Sup. (lyr.).2 irreg. [comp] Sup.γενναιέστατος Dinol. 10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενναῖος
-
9 μοχθηρός
A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th. 257;ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph. 254
; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach. 165, Ra. 1175; ; of conditions,μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46
; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch. 752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib. 505a;μ. ἔχειν Arist.Pol. 1254b1
: [comp] Comp.,μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R. 343e
: [comp] Sup. - ότατα, διακείμενοι Id.Erx. 406
.2 in bad condition, ;ἱμάτιον Cratin.207
; ; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8;μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107
;μ. τραγῳδία Arist.Metaph. 1090b20
; ; ;ἀγωγή PTeb.24.57
(ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210
.II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; , cf. Pl.Men. 91e;τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl. 1003
; of acts, etc.,μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510
;ὑφοψία μ. OGI315.58
(Pessinus, ii B. C.);ῥῆμα μ. SIG1175.5
(Piraeus, iv/iii B. C.);μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13
(v.l. - ότερον Adv. [comp] Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14 ) argues that like other Adjs. in - ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra. 1175, Pl. 391; cf. πονηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρός
-
10 τοκάς
A of or for breeding, brood,σύες θήλειαι τοκάδες Od.14.16
, cf. PSI4.379.21 (iii B. C.), PCair.Zen. 152 (iii B. C.), Plb.12.4.8, etc.;φόρος χηνῶν τοκάδων PPetr.3p.286
(iii B. C.);ὀρνείθων τελείων τοκάδων POxy.1207.9
(ii A. D.); prolific,γυναῖκες Str.4.1.2
; τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχει, of Zeus, Luc.DDeor.9.1.2 having just brought forth, Eub.149;τ. λέαινα
with cubs,E.
Med. 187 (anap.);τ. κύνες
with pups,Call.
Dian.89 (τ. as Subst., mothers, AP9.268 (Antip. Thess.)); of goats, Theoc.8.63: rarely of women,ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν E.Hec. 1157
; γενναίων τ' ἐκ τοκάδων born from noble mothers, Id.Cyc.42 (lyr.); τοκάδα τὰν.. Βάκχου his mother, Id.Hipp. 560 (lyr.); τ. κόνις one's motherland, Lyc.316. -
11 ἀρετή
A goodness, excellence, of any kind, in Hom. esp. of manly qualities,ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων Il.20.411
;ἀμείνων παντοίας ἀρετὰς ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι καὶ νόον 15.642
; so of the gods,τῶν περ καὶ μείζων ἀ. τιμή τε βίη τε 9.498
; also of women, Od.2.206; ἀ. εἵνεκα for valour, Hdt.8.92: pl., ἀ. ἀπεδείκνυντο displayed brave deeds, Id.1.176, 9.40.b later, of the gods, chiefly in pl., glorious deeds, wonders, miracles, SIG1172, Str.17.1.17;ζῶσαι ἀ. IG14.966
, cf. 1 Ep.Pet.2.9: also in sg.,ὄψιν ἰδοῦσα ἀρετὴν τῆς θεοῦ IG2.1426
b, cf. Isyll. 62, BSA21.169,180.2 generally, excellence,ἡ ἀ. τελείωσίς τις Arist. Metaph. 1021b20
, cf.EN 1106a15, etc.; of persons,ἄνδρα πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Pi.O.7.89
, cf. P.4.187, B.9.13, etc.;τὸ φρονεῖν ἀ. μεγίστη Heraclit. 112
: in pl., forms of excellence,μυρίαι ἀνδρῶν ἀ. B.13.8
, cf. Gorg. Fr.8, etc.;δικαστοῦ αὕτη ἀ. Pl.Ap. 18a
; esp. moral virtue, Democr. 179, 263, al., Gorg.Fr.6; opp. κακία, X.Mem.2.1.21, cf.Pl.R. 500d, Lg. 963a, 963c sq., D.60.17, Arist.EN 1102a6, Pol. 1295a37, etc.; good nature, kindness, etc., E.Fr. 163.b of animals, things, as land, Hdt.4.198, 7.5, Th.1.2; ἡ ἐν ἀρετῇ κειμένη γῆ productive land, PTeb.5.165 (ii B. C.);ἵππου Hdt.3.88
; κυνῶν, ἵππων, Pl.R. 335b; σκεύους ib. 601d; [ ἀστακοῦ] Archestr.Fr.24;ἀ. βίου Pl.R. 618c
; , etc.3 prosperity, Od.13.45.II ἀ. εἴς τινα active merit, good service done him,ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.58
, cf. 2.40;ἀ. περί τινα X. An.1.4.8
;ἀνταποδοῦναι ἀ. Th.4.19
;ἀρετὰς παρασχέσθαι ὑπέρ τινος D.19.312
; ἀρετῆς ἕνεκα, freq. in honorary Inscrr., IG22.107.14, etc.III reward of excellence, distinction, fame,πλούτῳ δ' ἀρετὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Hes.Op. 313
, cf. Sapph.80, Pi.N.5.53, al.;ἀθάνατος ἀ. S.Ph. 1420
, Pl.Smp. 208d;ἃ ἆθλα τοῦ πολέμου τοῖς ἀνδράσιν ἐστίν, ἐλευθερία καὶ ἀ. Lycurg.49
; of God,δόξα καὶ ἀ. 2 Ep.Pet.1.3
: in pl., glories, Thgn.30, Pi.N.10.2, al.;πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Id.O. 2.53
;γενναίων ἀ. πόνων E.HF 357
(lyr.), cf. Lys.2.26;προγόνων ἀ. Pl.R. 618b
; in LXX freq. of the praises of God, Is.42.8, al.V ἡ ἀ. σου as a title, Your worship, PLips.13 ii 20, etc.VI an engine of war, Ath.Mech.38.11.VII a plaster, Androm. ap. Gal.13.531.
См. также в других словарях:
γενναιῶν — γενναιάζω to be brave fut part act masc voc sg γενναιάζω to be brave fut part act neut nom/voc/acc sg γενναιάζω to be brave fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναίων — γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth fem gen pl γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth masc/neut gen pl γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
доблии — (107) пр. 1. Крепкий, сильный (телом): ѡкована желѣзы тѩжькыми. по рѹцѣ и по нозѣ. ѥго же твердо стрежахѹ. бѣ бо добль тѣломь и красенъ лице(м). ПКП 1406, 163в. 2. Доблестный, мужественный: ли воѥводѣ доблю ѡ всѣхъ болѣзнѹюща и бѣдѹюща. (ἄριστον) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
λεβεντογενιά — η γενιά γενναίων ανδρών, γενιά ηρώων … Dictionary of Greek
Δαδήρας, Ντίμης (Δημήτρης) — (Κωνσταντινούπολη 1927 – Αθήνα 1982). Σκηνοθέτης, παραγωγός και διευθυντής παραγωγής του κινηματογράφου. Ο πατέρας του Παναγιώτης Δαδήρας ήταν από τους πρωτοπόρους του εγχώριου κινηματογράφου, ιδρύοντας το 1931 την Ολύμπια Φιλμ. Ο ίδιος ο Ντίμης… … Dictionary of Greek
Καλλέργης, Λυκούργος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1914 –).Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος του σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη (βλ. λ.), σπούδασε στη δραματική σχολή των Καρόλου Κουν Διονύση Δεβάρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1934,… … Dictionary of Greek
Καραγιάννης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από τον Βάλτο. Διετέλεσε πληρεξούσιος της πατρίδας του στις εθνοσυνελεύσεις. Προήχθη σε χιλίαρχο και έλαβε μέρος σε μάχες που διεξήχθησαν στους Κουμουτσάδες, στο Κομπότι, στην Άρτα και στο… … Dictionary of Greek
Καραλής, Γιάννης — (Σαραβάλι Αχαΐας 1921 –). Δημοσιογράφος, κριτικός και πεζογράφος. Σπούδασε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (ΠΑΣΠΕ). Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος. Διετέλεσε συντάκτης και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Πελοπόννησος (1950 83), στην… … Dictionary of Greek