Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀθήνησι

См. также в других словарях:

  • Αθήνησι(ν) — Ἀθήνησι(ν) και Ἀθήνῃσι(ν) επίρρ. (Α) εν Αθήναις, στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθήν ησι, τοπική πτώση τού κυρίου ονόματος Ἀθῆναι. Ο τ. Ἀθήνησι ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό τύπων, που αποτελούν υπολείμματα τής ινδοευρωπαϊκής τοπικής πτώσεως (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀθήνησι — Ἀθήνευς masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθήνῃσι — Ἀθήνη casting vote fem dat pl (epic ionic) Ἀθῆναι the city of Athens fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθήνηισι — Ἀθήνῃσι , Ἀθήνη casting vote fem dat pl (epic ionic) Ἀθήνῃσι , Ἀθῆναι the city of Athens fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθήνῃσ' — Ἀθήνῃσι , Ἀθήνη casting vote fem dat pl (epic ionic) Ἀθήνῃσι , Ἀθῆναι the city of Athens fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Filócoro — Saltar a navegación, búsqueda Filócoro (Philochorus, Philókhoros Φιλόχορος) de Atenas (circa 340–267/261 a. C.)[1] escritor ateniense, contemporáneo de Eratóstenes, autor de obras sobre leyendas antiguas e historias de la Antigua Grecia …   Wikipedia Español

  • Пайкос, Андроникос — Σκίτσο του Ανδρόνικου Πάικου από το περιοδικό Ποικίλη Στοά του 1881 Андроникос Пайкос (греч. Ανδρόνικος Πάικος …   Википедия

  • Гривас, Димитриос — генерал Димитриос Гривас В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Гривас. Димитриос Гривас (греч …   Википедия

  • Επικλείδια — Ἐπικλείδια (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑορτή Δήμητρος Ἀθήνησι» …   Dictionary of Greek

  • Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… …   Dictionary of Greek

  • ενετίησι(ν) — [Μ ἐνετίῃσι(ν)] επίρρ. (συνήθ. σε προμετωπίδες βιβλίων που έχουν εκδοθεί στη Βενετία) στη Βενετία, εν Ενετία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατά το πρότυπο τού επίρρ. Αθήνησι(ν) και μαρτυρείται από το 1486 στον Λεόνικο Κρήτα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»