Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οτάτως

См. также в других словарях:

  • γενναιοτάτως — γενναῑοτάτως , γενναῖος true to one s birth masc acc superl pl (doric) γενναῑοτάτως , γενναῖος true to one s birth masc acc superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειοτάτως — οἰκεῑοτάτως , οἰκεῖος in masc acc superl pl (doric) οἰκεῑοτάτως , οἰκεῖος in masc acc superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαιοτάτως — ἀναγκαῑοτάτως , ἀναγκαῖος of masc acc superl pl (doric) ἀναγκαῑοτάτως , ἀναγκαῖος of masc acc superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειοτάτως — λεῑοτάτως , λεῖος smooth masc acc superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»