Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀράτω

См. также в других словарях:

  • Ἀράτω — Ἄρατος masc nom/voc/acc dual Ἄρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀράτω — ἀ̱ράτω , αἴρω attach aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀράτῳ — Ἄρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀράτωι — Ἀράτῳ , Ἄρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικεφαλαιώ — ἐπικεφαλαιῶ, όω (Α) [επικεφάλαιος] 1. προσθέτω, επαυξάνω 2. παθ. συγκεντρώνω σ’ ένα κεφάλαιο («ἐπικεφαλαιωθέντα πάντα έσάπαξ άπαιτεῑσθαι», Δίων Κάσσ.) 3. μέσ. ἐπικεφαλαιοῦμαι, όομαι αναφέρω περιληπτικά, συγκεφαλαιώνω («τῶν μέντοι γε Ἀράτῳ… …   Dictionary of Greek

  • καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»