Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπο-τμήγω

См. также в других словарях:

  • τμήγω — Α 1. τέμνω, κόβω, σχίζω 2. μέσ. τμήγομαι ανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.) 3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη …   Dictionary of Greek

  • αποτμήγω — ἀποτμήγω (Α) (επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τμήγω («κόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά] …   Dictionary of Greek

  • ημιτμήξ — ἡμιτμήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) κομμένος στη μέση, διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο τμήξ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»