-
1 ἀπο-καλύπτω
ἀπο-καλύπτω, enthüllen, entblößen, τὰ στήϑη Plat. Prot. 352 a; med., sich entblößen, Plut. Cor. 23; τὴν κεφαλήν Crass. 6. Häufig übertr., eröffnen, kund machen, τὴν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν Plat. Gorg. 455 d; vgl. 460 a. Auch im med., πρός τι, seine Absicht auf etwas kund geben; so φανερῶς ἀπεκαλύψατο πρὸς τὸν πόλεμον, πρὸς τὴν ἐπιβολήν D. Sic. 17, 62. 18, 23; ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι, unverschleiert, obscön (Plut.) vit. Hom. 214.
-
2 προ-απο-καλύπτω
προ-απο-καλύπτω, vorher aufdecken, Sp.
-
3 καλύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `cover, hide' (Il.).Other forms: Aor. καλύψαι, perf. med. κεκάλυμμαι.Compounds: very often with prefix, e. g. ἀμφι-, κατα-, περι-, συν-, also with ἀνα-, ἀπο-, ἐκ- `open up, reveal'.Derivatives: 1. καλύβη s.v. 2. καλυφή `submerged land' with ἀποκάλυφος ( αἰγιαλός, ἄρουρα) `land that can be cultivated after the inundation' (pap.), περικαλυφή `envelopment' (Pl. Lg. 942d); on - βη and - φη beside καλύ-πτω Schwyzer 332f. 3. ( προ-, παρα- etc.) κάλυμμα `cover, veil etc.' (Il.) with καλυμμάτιον (Ar.). 4. συγκαλυμμός `cover' (Ar. Av. 1496). 5. ἐγ-, κατα-, ἀπο-κάλυψις `cover etc.' (hell.); here, prob. as endearing name (Schwyzer 478, Risch par. 58a; diff. Meillet REGr. 32, 384ff.) Καλυψώ f. "one who covers" (Od.), after Güntert Kalypso prop. death-goddess; doubts in Kretschmer Glotta 12, 212f., s. also Bérard REGr. 67, 503f. - 6. καλυπτήρ, - ῆρος m. "who covers, hides", `cover, tile' (Hp., Arist., Att.) with καλυπτηρίζω `cover with tiles' (inscr.), f. καλύπτειρα `veil' (AP); ἐπι-, ἐγ-, ἀνακαλυπτήριον, - ια `cover, feast of unveiling' (Arist.). 7. καλύπτρα, - ρη f. `veil, cover' (Il.; on the formation Schwyzer 532, Chantraine Formation 333). - 8. ἐκ-καλυπτικός `revealing' ( Stoic., S. E.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One compares κρύπτω. One connects a full grade thematic root present in the western sphere e.g. in OIr. celim, Lat. *cĕlō, -ĕre (in oc-culere), Germ., e. g. OHG helan ` hehlen, hide'. Further with lengthened grade the deverbative in Lat. cēlō, - āre `hide' and a zero grade yot-present in Germ., e. g. Goth. huljan ` hüllen'. (Zero grade in Lat. clam `secretly'.) (On κέλυφος s. v.) Cf. Pok. 553f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cēlō. - Cf. καλιά, κολεός, and κλέπτω. - However, in this way neither the a-vocalism nor the element υ + labial can be accounted for. The root καλυβ\/π\/φ- is clearly Pre-Greek. Cf. on καλύβη, where Pre-Greek origin is proven.Page in Frisk: 1,768-769Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλύπτω
-
4 καλύπτω
μετ.1) покрывать, прикрывать, укрывать; накрывать; закрывать, заслонять;καλύπτόμενος από το σκοτάδι — под прикрытием ночи;
2) перен. скрывать (что-л.); покрывать (виновного);3) покрывать, возмещать;τα έσοδα δεν καλύπτουν τα έξοδα — доходы не покрывают расходов;
4) воен. прикрывать; накрывать;καλύπτω την υποχώρηση — прикрывать отступление;
καλύπτω με πυρά — накрывать огнём;
5) проходить, покрывать (расстояние и т. п.) -
5 καλύπτω
+ V 29-3-19-25-13=89 Ex 8,2; 10,5(bis); 14,28; 15,5A: to cover [τι] Ex 8,2; to cover, to flood [τι] Ex 14,28; to cover, to envelop [τι] (of a cloud) Ex 24,15; to cover [τι] (of diseases) Lv 13,13; to overlay with (metal) [τί τινι] Ex 27,2; to cover, to protect [τινα] Sir 23,18; to hide, to conceal [τι] Jb 36,32; to hide, to disguise [abs.] Neh 3,37; id. [τι] Ps 31(32),5; to hide, to close, to make secret [τι] DnLXX 12,4; to cover (sins), to forgive [τι] Ps 84(85),3M: to shelter from, to screen from [ἀπό τινος] Ez 40,43ἐκάλυψεν αὐτοὺς ἡ γῆ they were buried Nm 16,33; ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου μου ἐκάλυψέν με shame was written large on my face Ps 43(44),16*Ez 44,20 καλύπτοντες καλύψουσι they shall carefully cover (their heads)-כסה for MT כסם they shall carefully trim (the hair of their heads)Cf. DORIVAL 1994, 120; LE BOULLUEC 1989 123(Ex 8,2). 275(Ex 27,2); SPICQ 1982, 361; WEVERS 1990 431(Ex 27,2); →MM; TWNT(→ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, ἐπικαλύπτω, κατακαλύπτω, παρακαλύπτω, περικαλύπτω, συγ-, ὑποκαλύπτω,,) -
6 ἀποκαλύπτω
ἀπο|καλύπτω срывать покровы, открывать -
7 ἀποκαλύπτω
A (iii A.D.), etc.:—uncover,τὴν κεφαλήν Hdt.1.119
; :—in [voice] Pass., of land left cultivable by the Nile (cf.ἀποκάλυφος—, ἀρούρας β ἀποκαλυφείσης.. αἰγιαλοῦ PIand.27.12
, cf. 27.60 (i/ii A.D.):—[voice] Med.,ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν Plu. Crass.6
.2 disclose, reveal,τόδε τῆς διανοίας Pl.Prt. 352a
;τὴντῆς ῥητορικῆς δύναμιν Id.Grg. 455d
, cf. 460a:—[voice] Med., reveal one's whole mind, Plu.Alex.55,2.880e:—in [voice] Pass., LXX1 Ki.2.27, al.; ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι letone's designs upon a thing become known, D.S.17.62, 18.23:—[voice] Pass., to be made known, Ev.Matt.10.26, etc.; of persons, 2 Ep.Thess.2.3,6,8, etc.; λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι naked, i.e. shameless, words, Ps.-Plu.Vit.Hom.214.II of the epiglottis, raise, Arist. de An. 422a2 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαλύπτω
-
8 ἀποκαλύπτω
ἀπο-καλύπτω, enthüllen, entblößen; sich entblößen. Häufig übertr., eröffnen, kund machen; πρός τι, seine Absicht auf etwas kund geben; ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι, unverschleiert, obszön -
9 αποκαλυπτω
1) тж. med. открывать, обнажать(κεφαλήν Her., Plut.; τὰ στήθη Plat.; ἀπεκαλύφθη τὸ πρόσωπον Arst.)
2) вскрывать, обнаруживать(τέν τῆς ῥητορικῆς, δύναμιν Plat.)
3) разоблачать(τινά Luc.; τέν νοθείαν τινός Plut.)
4) med. обнаруживать свои качества, показывать себя(πρός τινα Plut.)
5) открыто стремиться(πρός τι Dem.)
-
10 προαποκαλύπτω
-
11 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
-
12 запорошить
-шит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запорошенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω, κάνω•запорошить руки мукой καταλευρώνω τα χέρια•
запорошить снегом καλύπτω με λεπτόστρώμα χιονιού.
2. (απλ.) απρόσ. κλείνω, βουλώνω (για μάτια, αυτιά)•пылью ему -ло глаза τού ‘κλεισαν τα μάτια από τη σκόνη.
3. αρχίζω να καλύπτω κλπ. ρ. βλ. порошить. -
13 κρύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `conceal, hide'.Other forms: fut. κρύψω, aor. κρύψαι, pass. κρυφθῆναι (Il.), - φῆναι (S.), - βῆναι (LXX), fut. - βήσομαι (E., LXX), perf. midd. κέκρυμμαι (Od.), act. κέκρυφα (D. H.), iter. ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), - εσκε (h. Cer. 239), late pres. κρύβω, ipf. ἔκρυβον, - φον,Derivatives: 1. κρυπτός `hid, secret(ly)' (Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) with κρυπτάδιος `id.' (Il., A..; after ἀμφάδιος), κρυπτικός `concealing' (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν `hide-and-seek' (Theognost.); κρυπτεύω `hide' (E., X.) with κρυπτεία `secret service at Sparta' (Pl., Arist.). - 2. ( ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις `hiding' (E., Arist., Plb.; Holt Les noms d'action en - σις 149). - 3. κρυπτήρ "hider", name of an instrument (Delos IIa, Sch.), - τήριος `serving as hiding place' (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης `member of the κρυπτεία' (E. Fr. 1126[?]). - 4. κρυφῆ, Dor. - φᾶ (Pi., S., X.), κρύφᾰ (Th.) adv. `secretly'; from it κρυφάδᾱν (Corinn.), - άδις (Hdn.), - ηδόν (Od., Q. S.), - ανδόν (H.) `id.' (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος `secret' (Pi., Trag., LXX), κρύφασος name of a throw of the dice (Poll.; Chantraine Formation 435). - 5. κατα-, ἀπο-κρυφή `hiding place' (S., LXX); κρύφιος `secretly' (Hes., Pi., Trag., Th.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. `hiding place' ( PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 19 f.), - ιμαῖος `id.' (Ephesos IVp), - ιώδης `id.' (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπό-κρυφος `concealed' (Pi., Hdt., E.; from ἀποκρύπτω etc.), κρυφός ( κρύφος) `hiding' (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), `secret' (coni. Pi. O. 2, 97) ; see Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος `hidden under the ashes, i. e. baked bread' (Hp.), ἐγκρυφιάζω `hide' (Ar.); κρυφιαστής `interpreter of dreams' (Aq.). - 6. κρύβδᾰ = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, Dor. -δᾱν (Od.); cf. Haas Μνήμης χάριν 133f. - 7. ( ἀπο-)κρυβή `concealment' (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = - φῆ (LXX); κρυβηλός κρυπτὸς [ πύργος], κρύβες νεκροί, κρυβήτας τετελευτηκότας, κρυβήσια νεκύσια, κρυβάζει ἀποκρύπτει H. To κρύπτω reminds formally and semantically καλύπτω (s. v.); the verbs may have influenced one another. On the variation π: φ: β, which can also be analogical, cf. Schwyzer 333, 705 n. 2, 737.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: But for the final labial and the vowelquantity κρύπτω agrees with Slav., e.g. OCS kryjo, kryti ' κρύπτω, ἀποκρύπτω' (Persson Stud. 51 n. 1, Meillet MSL 8, 297), which is connected with Balt., e.g. Lith. kráuju, kráuti `pile up'; on the meaning Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Doubtful because of the vowel is the comparison with a Balt. word for `deceive, delude', Lith. króp(i)u, krópti, Latv. krapt. Further Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti and krópti 2., Vasmer Wb. s. krytь. - As there is no good IE etym. the word may be Pre-Greek, what seems confirmed by the frequent variation of the labial.Page in Frisk: 2,29-30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρύπτω
-
14 укрывать
укрывать, укрыть 1) (прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω 2) (спрятать) κρύβω \укрываться 1) σκεπάζομαι 2) (спрятаться) κρύβομαι; \укрываться от дождя προστατεύομαι από τη βροχή* * *= укрыть1) ( прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω2) ( спрятать) κρύβω -
15 укрывать
укрыватьнесов1. (покрывать) σκεπάζω, καλύπτω:\укрывать кого́-л. одеялом σκεπάζω κάποιον μέ τήν κουβέρτα·2. (прятать, защищать) κρύβω, (άπο)κρύπτω, (συγ)καλύπτω/ παρέχω ἄσολον (предоставить убежище). -
16 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
17 усеять
ρ.σ.μ.1. σπέρνω.2. είμαι πλήρης, γεμάτος απο•небесный свод -ян звздами ο ουράνιος θόλος σπάρθηκε με αστέρια.
|| καλύπτω, σκεπάζω•жлтые листья деревьев -ли землю τα κίτρινα φύλλα των δέντρων σκέπασαν τη γη.
1. σπέρνομαι.2. πληρούμαι απο, γεμίζω απο. || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. -
18 задёрнуть
ρ.σ.μ. τραβώ, χαμηλώνω, σύρω, κλείνω•задёрнуть полог κλείνω το στόρι.
|| καλύπτω, σκεπάζω•небо -ло облаками ο ουρανός έκλεισε από σύννεφα.
σκεπάζομαι, καλύπτομαι, κλείνομαι•задёрнуть туманом, дымом καλύπτομαι από ομίχλη, καπνό.
-
19 закоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•
закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.
2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.
|| ταριχεύομαι με κάπνισμα•рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.
-
20 наложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.2. καλύπτω, σκεπάζω.3. γεμίζω, πληρώ.4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•арест на имущество κατάσχω την περιουσία•
-запрт απαγορεύω•
наложить налог φορολογώ•
наложить штраф προστιμάρω•
наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•
наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.
|| γράφω• θεωρώ•наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•
наложить визу θεωρώ διαβατήριο,
5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.εκφρ.наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•- печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•наложить на себя руки – αυτοκτονώ.
См. также в других словарях:
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
επιμεταλλώνω — καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στον λόγιο τ. επιμεταλλώ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
επιχαλκώνω — καλύπτω, επενδύω με στρώμα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλκόω, ώ μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… … Dictionary of Greek
κάλυψη — Όρος της τοπολογίας. Αν Α είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο (διάφορο από το κενό) και Κ είναι μια οικογένεια από σύνολα, τότε η οικογένεια αυτή ονομάζεται κ. του συνόλου Α, αν και μόνο αν κάθε στοιχείο του Α ανήκει σε ένα τουλάχιστον από τα μέλη της… … Dictionary of Greek
περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω … Dictionary of Greek
αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… … Dictionary of Greek