-
1 κρύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `conceal, hide'.Other forms: fut. κρύψω, aor. κρύψαι, pass. κρυφθῆναι (Il.), - φῆναι (S.), - βῆναι (LXX), fut. - βήσομαι (E., LXX), perf. midd. κέκρυμμαι (Od.), act. κέκρυφα (D. H.), iter. ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), - εσκε (h. Cer. 239), late pres. κρύβω, ipf. ἔκρυβον, - φον,Derivatives: 1. κρυπτός `hid, secret(ly)' (Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) with κρυπτάδιος `id.' (Il., A..; after ἀμφάδιος), κρυπτικός `concealing' (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν `hide-and-seek' (Theognost.); κρυπτεύω `hide' (E., X.) with κρυπτεία `secret service at Sparta' (Pl., Arist.). - 2. ( ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις `hiding' (E., Arist., Plb.; Holt Les noms d'action en - σις 149). - 3. κρυπτήρ "hider", name of an instrument (Delos IIa, Sch.), - τήριος `serving as hiding place' (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης `member of the κρυπτεία' (E. Fr. 1126[?]). - 4. κρυφῆ, Dor. - φᾶ (Pi., S., X.), κρύφᾰ (Th.) adv. `secretly'; from it κρυφάδᾱν (Corinn.), - άδις (Hdn.), - ηδόν (Od., Q. S.), - ανδόν (H.) `id.' (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος `secret' (Pi., Trag., LXX), κρύφασος name of a throw of the dice (Poll.; Chantraine Formation 435). - 5. κατα-, ἀπο-κρυφή `hiding place' (S., LXX); κρύφιος `secretly' (Hes., Pi., Trag., Th.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. `hiding place' ( PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 19 f.), - ιμαῖος `id.' (Ephesos IVp), - ιώδης `id.' (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπό-κρυφος `concealed' (Pi., Hdt., E.; from ἀποκρύπτω etc.), κρυφός ( κρύφος) `hiding' (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), `secret' (coni. Pi. O. 2, 97) ; see Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος `hidden under the ashes, i. e. baked bread' (Hp.), ἐγκρυφιάζω `hide' (Ar.); κρυφιαστής `interpreter of dreams' (Aq.). - 6. κρύβδᾰ = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, Dor. -δᾱν (Od.); cf. Haas Μνήμης χάριν 133f. - 7. ( ἀπο-)κρυβή `concealment' (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = - φῆ (LXX); κρυβηλός κρυπτὸς [ πύργος], κρύβες νεκροί, κρυβήτας τετελευτηκότας, κρυβήσια νεκύσια, κρυβάζει ἀποκρύπτει H. To κρύπτω reminds formally and semantically καλύπτω (s. v.); the verbs may have influenced one another. On the variation π: φ: β, which can also be analogical, cf. Schwyzer 333, 705 n. 2, 737.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: But for the final labial and the vowelquantity κρύπτω agrees with Slav., e.g. OCS kryjo, kryti ' κρύπτω, ἀποκρύπτω' (Persson Stud. 51 n. 1, Meillet MSL 8, 297), which is connected with Balt., e.g. Lith. kráuju, kráuti `pile up'; on the meaning Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Doubtful because of the vowel is the comparison with a Balt. word for `deceive, delude', Lith. króp(i)u, krópti, Latv. krapt. Further Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti and krópti 2., Vasmer Wb. s. krytь. - As there is no good IE etym. the word may be Pre-Greek, what seems confirmed by the frequent variation of the labial.Page in Frisk: 2,29-30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρύπτω
См. также в других словарях:
Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… … Dictionary of Greek
καταχώνω — (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω) χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ. β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ… … Dictionary of Greek
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… … Dictionary of Greek