-
1 ήρος
-
2 ἦρος
-
3 ηρος
-
4 ἦρος
-
5 ἦρος
Grammatical information: m.Meaning: with ἠρίσκος of unknown meaning (Delos IV -IIIa).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained.Page in Frisk: 1,644Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦρος
-
6 ῆρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῆρος
-
7 ἠρος-άνθεια
ἠρος-άνθεια, τά, Hesych., oder ἠροάνϑια, τά, Phot., Frühlingsblumenfest, im Peloponnes von den Frauen gefeiert.
-
8 πολύ-ηρος
-
9 πάρ-ῃρος
-
10 ὅμ-ηρος
ὅμ-ηρος, 1) wie ὁμήρης, zusammengefügt, vereinigt, bes. durch die Ehe, Gatte, Gattinn, Eur. Alc. 873. – 2) wie τὸ ὅμηρον, welches bes. im plur. gebraucht wurde, Unterpfand, der Einigung, Geißel; Ar. Ach. 308 Lys. 244; ὁμήρους τῶν νησιωτέων παῖδας ἐλάμβανον, Her. 6, 99. 8, 94; ἄνδρας δώσειν Ἆϑηναίων ὁμήρους, ἕνα κατὰ τάλαντον, Thuc. 7, 83; Xen. Cyr. 4, 2, 7 u. öfter; ὥςπερ ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα, Plat. Theaet. 202 e; auch von Land und anderm Unterpfande, μὴ γὰρ ἄλλο τι νομίσητε τὴν γῆν αὐτῶν ἢ ὅμηρον ἔχειν, Thuc. 1, 82; ὑπέσχετο δὲ εἰρήνην ποιήσειν μήτε ὅμηρα δούς –, Lys. 12, 68; Pol. 3, 52, 5 u. a. Sp., die auch von einem Menschen sagen ὃς ἦν ὅμηρα, Maccab. – 3) Nach Her. Vit. Hom. 13 soll bei den Kymäern ὅμηρος blind geheißen haben, woraus die Sage von Homer's Blindheit erklärt wird.
-
11 ἐπί-ηρος
-
12 ἀναλημπτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-1-0-0-0=1 2 Chr 4,16bucket, ladle, bowl; neol. -
13 ἀροτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-1-0-0=1 Is 61,5 -
14 ἀρτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Neh 4,11that by which anything is carried, a device for carrying building material -
15 διωστήρ,-ῆρος
ὁ N 3 5-0-0-0-0=5 Ex 38,4(37,5).10(37,14).11(37,15); 39,14 (35); 40,20pole running through rings, stave (for carrying the ark)Cf. LE BOULLUEC 1989 256.364 -
16 ἐπαρυστήρ,-ῆρος
ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Ex 25,38vessel for pouring oil (into a lamp), funnel; neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 264 -
17 καλυπτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 3-0-0-0-0=3 Ex 27,3; Nm 4,13.14Cf. DORIVAL 1994, 120; LE BOULLUEC 1989 275(Ex 27,3); WEVERS 1990 432(Ex 27,3) -
18 κλιμακτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-6-0-0=6 Ez 40,22.26.31.34.37 -
19 κρατήρ,-ῆρος
ὁ N 3 4-0-0-3-0=7 Ex 24,6; 25,31.33.34; Prv 9,2mixing vessel, bowl Ex 24,6; hollow of a candlestick (with the form of a blossom of a flower) Ex 25,31 Cf. LE BOULLUEC 1989, 262; WALTERS 1973 50.286 -
20 λαμπτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-0-4-0=4 Prv 16,28; 20,9a; 21,4; 24,20lantern, lamp, torch
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek