Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φον

См. также в других словарях:

  • φον — (I) το, Ν άκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης τής ακουστότητας τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phon, γαλλ. phone (< φωνή). Ορθ. γρφ. τής λ. είναι φων (το) και ίσως ο όρος θα έπρεπε να εισαχθεί στην ελλ. ως φώνη (η)]. (II) Ν άκλ. γερμανικός …   Dictionary of Greek

  • Ζίμενς, φον- — (von Siemens). Επώνυμο γερμανικής οικογένειας μηχανικών και βιομηχάνων. 1. Βέρνερ (1816 – 1892). Κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό και το 1848 υπηρέτησε ως λοχαγός του πυροβολικού. Το 1847 άνοιξε μικρό εργαστήριο επισκευών τηλεγραφικών… …   Dictionary of Greek

  • Μόλτκε, Χέλμουτ φον- — (Helmut von Moltke, Μέκλεμπουργκ 1800 – Βερολίνο 1891). Γερμανός στρατηγός. Υπήρξε η διασημότερη γερμανική στρατιωτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα. Με αφετηρία τα διδάγματα του Κλάουζεβιτς, ο Μ. επεξεργάστηκε δική του άποψη για τον πόλεμο, κατά… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… …   Dictionary of Greek

  • Κρουζενστιέρνα, Άγκνες φον- — (Agnes von Krusenstjerna, Βέξιε 1894 – Στοκχόλμη 1940). Σουηδή συγγραφέας. Έπασχε από κληρονομικές ασθένειες, που την ανάγκαζαν να υφίσταται μακροχρόνιες περιόδους θεραπείας σε ψυχιατρικές κλινικές. Η συγγραφική της δραστηριότητα στράφηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Άρνιμ, Άχιμ φον- — (Achim von Arnim, Βερολίνο 1781 – Βίιπερσντορφ 1831). Γερμανός συγγραφέας. Απόγονος Πρώσων βαρόνων, σπούδασε μαθηματικά, φυσική και χημεία στο Χάλε και το Γκέτινγκεν, όμως αφιερώθηκε αργότερα στη λογοτεχνία. Συγγραφέας παραμυθιών και δραμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Βάλενσταϊν, Άλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον- — (Albrecht Wenzel Eusebius von Wallenstein, Χερμάνιτς, Βοημία 1583 – Χεπ 1634). Βοημός στρατηγός. Μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης και φιλόδοξος χαρακτήρας, έγινε πάμπλουτος χάρη σε έναν γάμο με μια πλούσια χήρα και σε πολλές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… …   Dictionary of Greek

  • Βόλφραμ φον Έσενμπαχ — (Wolfram von Eschenbach, 1170 – 1220). Γερμανός ποιητής. Προερχόμενος από το Έσενμπαχ, κοντά στο Άνσμαχ, συνάντησε, ίσως στην αυλή του τοπικού διοικητή της Θουριγκίας Έρμαν, τον μαικήνα του Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβεντε. Πρώτη πηγή για το ποίημά… …   Dictionary of Greek

  • Γκαίτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — Γερμανός ποιητής. Βλ. λ. Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκν φον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»