-
1 σκεπάζω
σκεπάζωcover: pres subj act 1st sgσκεπάζωcover: pres ind act 1st sg -
2 σκεπάζω
σκεπάζω fut. σκεπάσω 1 aor. ἐσκέπασα. Pass.: 1 fut. σκεπασθήσομαι; 1 aor. ἐσκεπάσθην; pf. ptc. n. pl. ἐσκεπασμένα ParJer 6:4 (σκέπας ‘covering’; X. et al. Aristot.; pap, LXX, pseudepigr.; Mel., P. 84, 632; Philo, Joseph.).① to spread out over someth. cover (ApcMos 40; ViJer 13; Jos., Ant. 1, 44) τὶ someth. (X. et al.; SibOr 3, 612) of a tree that covers the earth w. its shade Hs 8, 1, 1; 8, 3, 2; cp. 9, 27, 1. Pass. (cp. Philo, Leg. All. 2, 53) 8, 1, 2.② to provide security, protect, shelter (PSI 440, 14 [III B.C.]; PTebt 5, 60 [II B.C.]; PLond III, 897, 6 p. 207 [84 A.D.]; LXX; SibOr 3, 705) τινά someone of bishops σκ. τὰς χήρας τῇ διακονίᾳ shelter the widows by their ministry Hs 9, 27, 2 (a play on words w. σκεπάζω 9, 27, 1 [s. 1]). Pass. (PHib 35, 10 [III B.C.]) 1 Cl 60:3; Hs 9, 27, 3. σκ. ἀπὸ τῶν μελλόντων κριμάτων be protected from the judgments to come 1 Cl 28:1.③ to keep from view, conceal ποῦ … σκεπάσω σου τὴν ἀσχημοσύνην; where shall I conceal your embarrassing condition?=‘where shall I keep your pregnancy from public view?’ GJs 17:3 (cp. TestAbr A 16 p. 97, 1 [Stone 42, 1] σκέπασόν σου τὴν σαπρίαν).—B. 849. DELG s.v. σκέπας. -
3 σκεπάζω
σκεπάζω, wie σκεπάω, decken, bedecken, verhüllen; τὰ δεόμενα σκέπης τοῠ ἀνϑρώπ ου σκεπάζειν τὸν ϑώρακα, Xen. Mem. 3, 10, 9; σῶμα καὶ πόδας ἀρκεῖ αὐτοῖς ἐσκεπάσϑαι, Cyr. 8, 8, 17; Sp., τὴν κατὰ πρόςωπον ἐπιφάνειαν ἐσκέπαζον ταῖς τῶν ϑυρεῶν προβολαῖς, Pol. 1, 22, 10, vgl. 10, 13, 2; καῠμά τινι, Anacr. 17, 9; übh. beschützen, Lycophr. 1311.
-
4 σκεπαζω
служить защитой, защищать(αἱ τρίχες σκεπάζουσι Arst.; τὸν κενεῶνα τοῦ ἵππου τῷ ἐφιππίῳ σκεπάσαι Xen.)
σ. τι ταῖς τῶν θυρεῶν προβολαῖς Polyb. — закрывать что-л., выставляя вперед щиты;τὰ σκεπάζοντα τῶν ὅπλων Diod. — оборонительное оружие;τὸ καῦμα σ. τινί Anacr. — защищать кого-л. от зноя -
5 σκεπάζω
σκεπάζω, decken, bedecken, verhüllen; übh. beschützen -
6 σκεπάζω
μετ.1) накрывать; покрывать; укрывать; 2) крыть, покрывать (дом); 3) перен. прикрывать, маскировать;σκεπάζω την ψευτιά — прикрывать ложь;
4) заслонять, закрывать;σκεπάζω τό φως — заслонять свет;
5) заглушать (звук);6) перен. покрывать (виновного); скрывать (преступление и т. п.); замять (дело, скандал и т. п.); § εμακρύναν οι ποδιές της και σκέπασαν τίς πομπές της посл, большой да богатый не бывает виноватый -
7 σκεπάζω
[скэпазо] р. покрывать, накрывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκεπάζω
-
8 σκεπάζω
+ V 9-3-6-7-16=41 Ex 2,2; 12,13.27; 33,22; 40,3A: to cover, to hide, to shelter [τινα] Ex 2,2; to draw over [ἐπί τινος] Nm 9,20; id. [ἐπί τινα] Ex 33,22;id. [τι] Ex 12,27; to protect, to shelter [τινα] Ex 12,13; to watch over, to protect [τινα] Dt 32,11 M/P: to shelter oneself Ps 60(61),5*1 Sm 23,26 σκεπαζόμενος covering himself, hiding-חפה or-חפף for MT חפז hurryingCf. DOGNIEZ 1992 201.327-328; HARL 1992a=1993 193; LE BOULLUEC 1989 49.80.147.151.336; LEE, J.1983 50.76-77; WALTERS 1973, 249(→ἐπισκεπάζω,,) -
9 σκεπάζω
[скэпазо] ρ покрывать, накрывать. -
10 σκεπάζω
A : ([etym.] σκέπω ) prose form of σκεπάω:— cover, shelter,σ. τὰ δεόμενα σκέπης X.Mem.3.10.9
, cf. Eq. 12.8, Arist. IA 711b32, PA 658b6; [full] ς. [τινὰ] ἱματίοις cover him with blankets, POxy.1088.47 (i A.D.):—[voice] Med., [tense] aor. 1, Gal.4.549:—[voice] Pass., Aër.8, cf. X.Cyr.8.8.17, Arist.GA 785a27; esp. of armour, Plb.1.22.10, etc.;δοραῖς τὸ σῶμα σ. POxy. 1241 iv 18
(ii A.D.); ἐσκεπασμένην σκοπαῖς guarded, watched, Lyc.1311;σ. ἀπὸ καύματ ος LXX Si.14.27
.2 protect or shelter, esp. by patronage,τοὺς πλινθουλκούς, οὒς ἔδει λειτουργεῖν PSI4.440.14
(iii B.C.):—[voice] Pass., PHib.1.35.10 (iii B.C.), UPZ110.15 (ii B.C.).II c. acc. rei, keep off,καῦμα τῶν Ἐρώτων Anacreont.17.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπάζω
-
11 σκεπάζω
kapamak, kapatmak -
12 σκεπάζω
blanketΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκεπάζω
-
13 περι-σκεπάζω
περι-σκεπάζω, ringsum bedecken, verdecken, beschützen, βύσσῳ, M. Arg. 3 (V, 104).
-
14 συ-σκεπάζω
συ-σκεπάζω, mit, ganz bedecken, zw.
-
15 κατα-σκεπάζω
κατα-σκεπάζω, bedecken, Ios.; ὅπλοις κατεσκεπάσϑαι, schützen, Artemid. 2, 32.
-
16 δια-σκεπάζω
δια-σκεπάζω, bedecken u. abhalten, αὐγήν D. Cass. 60, 26.
-
17 ἀπο-σκεπάζω
ἀπο-σκεπάζω, ab-, aufdecken, LXX.
-
18 ἐπι-σκεπάζω
ἐπι-σκεπάζω, überdecken, umhüllen, LXX.
-
19 ἐγ-κατα-σκεπάζω
ἐγ-κατα-σκεπάζω, f. L. bei Schol. Eur. Hipp. 91 für ἐν κατασκ.
-
20 στρώνω, σκεπάζω, ντύνω, εφαρμόζω
[απουβάτ’] ρ (υ)ποδένω
См. также в других словарях:
σκεπάζω — cover pres subj act 1st sg σκεπάζω cover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάζω — σκεπάζω, σκέπασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek
σκεπάζω — σκέπασα, σκεπάστηκα, σκεπασμένος 1. καλύπτω: Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. – Σκεπάστηκε με μια χοντρή κουβέρτα, για να μην κρυώνει. 2. προστατεύω, προκαλύπτω: Τους δικούς μας τους σκέπαζε ένας ορεινός όγκος από τις οβίδες του εχθρού. 3. αποσιωπώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκεπάζῃ — σκεπάζω cover pres subj mp 2nd sg σκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg σκεπάζω cover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκεπασμένα — σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεπασμένᾱ , σκεπάζω cover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεπασμένᾱ , σκεπάζω cover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαφροσκεπάζω — σκεπάζω ελαφρά, με ελαφριά σκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκεπάζω] … Dictionary of Greek
σκεπαζομένων — σκεπάζω cover pres part mp fem gen pl σκεπάζω cover pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαζόμενον — σκεπάζω cover pres part mp masc acc sg σκεπάζω cover pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπασθέντα — σκεπάζω cover aor part pass neut nom/voc/acc pl σκεπάζω cover aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάζει — σκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg σκεπάζω cover pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)