-
1 прикрываться
прикрывать||ся1. (накрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι:\прикрыватьсяся шу́бой σκεπάζομαι μέ γοῦνα·2. перен (маскироваться) σκεπάζομαι, κρύβομαι·3. (ликвидироваться) разг κλείνω (άμετ.), διαλύομαι, -
2 одеть
одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.ρ.σ.μ.1. ντύνω•одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.
|| στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.
2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•3. σκεπάζω•одеть сына •
одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.
1. ντύνομαι•тепло одеть ντύνομαι ζεστά•
дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.
|| εξασφαλίζομαι από ρούχα.2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
-
3 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
-
4 обледенеть
-
5 закутаться
закутать||сяτυλίγομαι, κουκουλώνομαι, σκεπάζομαι:\закутатьсяся в платок σκεπάζομαι μέ τό μαντήλι. -
6 обрастать
обрастатьнесов, обрасти́ сов1. σκεπάζομαι, γεμίζω:\обрастать волосами, шерстью μαλλιάζω, σκεπάζομαι ἀπό μαλλιά· обрасти грязью γεμίζω ἀπό λάσπη, καταλα-σπώνομαι·2. (домами, садами и т. п.) γεμίζω, περιβάλλομαι:города обросли поселками οἱ πόλεις γέμισαν γύρω ἀπό προάστεια. -
7 окутаться
оку́тать||ся1. τυλίγομαι, σκεπάζομαι, (πε-ρι)κάλύπτομαι / κουκουλώνομαι (закутаться)·2. перен σκεπάζομαι, τυλίγομαι. -
8 запенить
ρ.σ.μ. αφρίζω, κάνω να αφρίσει.αφρίζω, σκεπάζομαι, με αφρούς. || αρχίζω να σκεπάζομαι με αφρούς. -
9 зацвести
-
10 обрасти
-расту, -растшь, παρλθ. χρ. оброс-ла, -ло, μτχ. παρλθ. обросшийρ.σ.1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι (από φυτά)•местность -ли цинаром η τοποθεσία σκεπάστηκε από πλατάνια•
скала -ла мхом ο βράχος σκεπάστηκε από μούσκλα•
обрасти жиром σκεπάζομαι από λίπος (πάχη)•
обрасти бородой γεμίζω γένεια•
обрасти волосами γεμίζω μαλλιά.
2. περιβάλλομαι, γεμίζω, πληθαίνω•местности -ли постройками οι οι τοποθεσίες γέμισαν οικοδομές.
-
11 прикрыть
ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.
2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•
прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.
3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.
5. κλείνω, διαλύω•прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.
1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.
3. μισοκλείνομαι.4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.
-
12 затягиваться
1. (стягиваться) συσφίγγομαι 2. мор. τεντώνομαι 3. (покрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι 4. (задерживаться) καθυστερώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затягиваться
-
13 обрастать
1. (о днище судна) ρυπαίνομαι 2. (покрываться чем-л.) σκεπάζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрастать
-
14 укрываться
1. (тщательно покрываться, предохраняться со всех сторон) καλύπτομαι, σκεπάζομαι 2. (спрятавшись, предохранять себя от кого-, чего-л.) κρύβομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укрываться
-
15 укрывать
укрывать, укрыть 1) (прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω 2) (спрятать) κρύβω \укрываться 1) σκεπάζομαι 2) (спрятаться) κρύβομαι; \укрываться от дождя προστατεύομαι από τη βροχή* * *= укрыть1) ( прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω2) ( спрятать) κρύβω -
16 укрываться
-
17 драпироваться
драпир||оватьсяσκεπάζομαι, ντύνομαι, περικαλύπτομαι. -
18 заволакивать
заволакиватьнесов συννεφιάζω, σκεπάζομαι μέ σύννεφα (тучами, облаками)! βουρκώνω (слезами). -
19 заволакиваться
заволакивать||сяσκεπάζομαι μέ σύννεφα (тучами, облаками)/ βουρκώνω (слезами). -
20 зайндеветь
зайндеве||тьсов σκεπάζομαι μέ πάχνη.
См. также в других словарях:
σκεπάζομαι — σκεπάζομαι, σκεπάστηκα, σκεπασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο … Dictionary of Greek
εκχιλούμαι — ἐκχιλοῡμαι ( όομαι) (Α) σκεπάζομαι από χόρτα, χορταριάζω … Dictionary of Greek
ενθριώ — ἐνθριῶ, όω (Α) 1. περιτυλίγω σε φύλλο συκιάς, περικαλύπτω, περιβάλλω 2. συνεκδ. (παβ.) σκεπάζομαι μ ένα ρούχο («ἀλλ οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει», Αριστοφ.) 3. εξαπατώ, τυλίγω κάποιον στα δίχτια μου («ὁ σός με παῑς ἐντεθρίωκεν», Μέν.) 4. (κατά τον… … Dictionary of Greek
επαχλύω — ἐπαχλύω (AM) 1. σκεπάζομαι από αχλύ, σκοτεινιάζω 2. (μτβ.) μαυρίζω, συσκοτίζω («ἐπαχλύεται ο λογισμός ὑπό τινος πάθους», Θεμιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αχλύω «είμαι ή γίνομαι σκοτεινός»] … Dictionary of Greek
επιστέφω — (AM ἐπιστέφω) [στέφω] στολίζω με στεφάνι νεοελλ. ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω αρχ. μσν. γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο») αρχ. 1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι 2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek
εσκεπασμένως — ἐσκεπασμένως (AM) επίρρ. ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεπασμένος, μτχ. παρακμ. τού σκεπάζομαι*] … Dictionary of Greek
καταπλακώνω — (Μ καταπλακώνω) (επιτ. τ. τού πλακώνω) 1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες») 2. επιχωματώνω 3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή 4. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
καταφράσσω — (AM) παθ. καταφράσσομαι 1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως 2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι 3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα αρχ. προστατεύω … Dictionary of Greek
παχνιάζω — (I) [πάχνη] επικαλύπτομαι, σκεπάζομαι με πάχνη. (II) [παχνί] ρίχνω χόρτο στο παχνί για να θρέψω τα ζώα, δίνω τροφή στα ζώα … Dictionary of Greek