-
1 προ-απο-καλύπτω
προ-απο-καλύπτω, vorher aufdecken, Sp.
-
2 καλύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `cover, hide' (Il.).Other forms: Aor. καλύψαι, perf. med. κεκάλυμμαι.Compounds: very often with prefix, e. g. ἀμφι-, κατα-, περι-, συν-, also with ἀνα-, ἀπο-, ἐκ- `open up, reveal'.Derivatives: 1. καλύβη s.v. 2. καλυφή `submerged land' with ἀποκάλυφος ( αἰγιαλός, ἄρουρα) `land that can be cultivated after the inundation' (pap.), περικαλυφή `envelopment' (Pl. Lg. 942d); on - βη and - φη beside καλύ-πτω Schwyzer 332f. 3. ( προ-, παρα- etc.) κάλυμμα `cover, veil etc.' (Il.) with καλυμμάτιον (Ar.). 4. συγκαλυμμός `cover' (Ar. Av. 1496). 5. ἐγ-, κατα-, ἀπο-κάλυψις `cover etc.' (hell.); here, prob. as endearing name (Schwyzer 478, Risch par. 58a; diff. Meillet REGr. 32, 384ff.) Καλυψώ f. "one who covers" (Od.), after Güntert Kalypso prop. death-goddess; doubts in Kretschmer Glotta 12, 212f., s. also Bérard REGr. 67, 503f. - 6. καλυπτήρ, - ῆρος m. "who covers, hides", `cover, tile' (Hp., Arist., Att.) with καλυπτηρίζω `cover with tiles' (inscr.), f. καλύπτειρα `veil' (AP); ἐπι-, ἐγ-, ἀνακαλυπτήριον, - ια `cover, feast of unveiling' (Arist.). 7. καλύπτρα, - ρη f. `veil, cover' (Il.; on the formation Schwyzer 532, Chantraine Formation 333). - 8. ἐκ-καλυπτικός `revealing' ( Stoic., S. E.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One compares κρύπτω. One connects a full grade thematic root present in the western sphere e.g. in OIr. celim, Lat. *cĕlō, -ĕre (in oc-culere), Germ., e. g. OHG helan ` hehlen, hide'. Further with lengthened grade the deverbative in Lat. cēlō, - āre `hide' and a zero grade yot-present in Germ., e. g. Goth. huljan ` hüllen'. (Zero grade in Lat. clam `secretly'.) (On κέλυφος s. v.) Cf. Pok. 553f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cēlō. - Cf. καλιά, κολεός, and κλέπτω. - However, in this way neither the a-vocalism nor the element υ + labial can be accounted for. The root καλυβ\/π\/φ- is clearly Pre-Greek. Cf. on καλύβη, where Pre-Greek origin is proven.Page in Frisk: 1,768-769Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλύπτω
-
3 προαποκαλύπτω
-
4 выступать
выступатьнесов1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):\выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι.
См. также в других словарях:
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek