-
1 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
-
2 запорошить
-шит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запорошенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω, κάνω•запорошить руки мукой καταλευρώνω τα χέρια•
запорошить снегом καλύπτω με λεπτόστρώμα χιονιού.
2. (απλ.) απρόσ. κλείνω, βουλώνω (για μάτια, αυτιά)•пылью ему -ло глаза τού ‘κλεισαν τα μάτια από τη σκόνη.
3. αρχίζω να καλύπτω κλπ. ρ. βλ. порошить. -
3 укрывать
укрывать, укрыть 1) (прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω 2) (спрятать) κρύβω \укрываться 1) σκεπάζομαι 2) (спрятаться) κρύβομαι; \укрываться от дождя προστατεύομαι από τη βροχή* * *= укрыть1) ( прикрыть) σκεπάζω, καλύπτω2) ( спрятать) κρύβω -
4 укрывать
укрыватьнесов1. (покрывать) σκεπάζω, καλύπτω:\укрывать кого́-л. одеялом σκεπάζω κάποιον μέ τήν κουβέρτα·2. (прятать, защищать) κρύβω, (άπο)κρύπτω, (συγ)καλύπτω/ παρέχω ἄσολον (предоставить убежище). -
5 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
6 усеять
ρ.σ.μ.1. σπέρνω.2. είμαι πλήρης, γεμάτος απο•небесный свод -ян звздами ο ουράνιος θόλος σπάρθηκε με αστέρια.
|| καλύπτω, σκεπάζω•жлтые листья деревьев -ли землю τα κίτρινα φύλλα των δέντρων σκέπασαν τη γη.
1. σπέρνομαι.2. πληρούμαι απο, γεμίζω απο. || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. -
7 задёрнуть
ρ.σ.μ. τραβώ, χαμηλώνω, σύρω, κλείνω•задёрнуть полог κλείνω το στόρι.
|| καλύπτω, σκεπάζω•небо -ло облаками ο ουρανός έκλεισε από σύννεφα.
σκεπάζομαι, καλύπτομαι, κλείνομαι•задёрнуть туманом, дымом καλύπτομαι από ομίχλη, καπνό.
-
8 закоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•
закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.
2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.
|| ταριχεύομαι με κάπνισμα•рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.
-
9 наложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.2. καλύπτω, σκεπάζω.3. γεμίζω, πληρώ.4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•арест на имущество κατάσχω την περιουσία•
-запрт απαγορεύω•
наложить налог φορολογώ•
наложить штраф προστιμάρω•
наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•
наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.
|| γράφω• θεωρώ•наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•
наложить визу θεωρώ διαβατήριο,
5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.εκφρ.наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•- печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•наложить на себя руки – αυτοκτονώ. -
10 одеть
одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.ρ.σ.μ.1. ντύνω•одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.
|| στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.
2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•3. σκεπάζω•одеть сына •
одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.
1. ντύνομαι•тепло одеть ντύνομαι ζεστά•
дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.
|| εξασφαλίζομαι από ρούχα.2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
-
11 подёрнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).(απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•
реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•
подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω. -
12 скрыть
скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -оρ.σ.μ.1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•
скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•
скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.
2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•
преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.
|| εξαφανίζομαι, δραπετεύω•Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.
|| μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος. -
13 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
14 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
15 укрывать
1. (тщательно закрывать со всех сторон) καλύπτω, σκεπάζω, προστατεύω 2. (прятать, защищать, предохранять от кого-, чего-л.) κρύβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укрывать
-
16 выступать
выступатьнесов1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):\выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι. -
17 заслонять
заслонятьнесов1. (закрывать) καλύπτω, σκεπάζω / προφυλάσσω, προφυλάτ-τω (защищать):\заслонять свет кому-л. σκεπάζω (или κρύβω) τό φῶς· \заслонять лицо от удара προφυλάγω τό πρόσωπο· μου ἀπό τό κτύπημα·2. перен ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω. -
18 swim
[swim] 1. present participle - swimming; verb1) (to move through water using arms and legs or fins, tails etc: The children aren't allowed to go sailing until they've learnt to swim; I'm going / I've been swimming; She swam to the shore; They watched the fish swimming about in the aquarium.) κολυμπώ2) (to cross (a river etc), compete in (a race), cover (a distance etc) by swimming: He swam three lengths of the swimming-pool; She can't swim a stroke (= at all).) καλύπτω απόσταση κολυμπώντας3) (to seem to be moving round and round, as a result of dizziness etc: His head was swimming; Everything began to swim before his eyes.) αίσθηση που δίνεται από ζάλη2. noun(an act of swimming: We went for a swim in the lake.) κολύμπι- swimmer- swimming
- swimming-bath
- swimming-pool
- swimming-trunks
- swimsuit
- swimming-costume -
19 выкоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкопченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. καπνίζω, ταριχεύω.2. σκεπάζω, καλύπτω με καπνιά•выкоптить стекло καπνίζω το γυαλί.
1. καπνίζομαι, ταριχεύομαι.2. καλύπτομαι από καπνιά. -
20 выложить
-жу, -жишь ρ.σ.μ.1. βγάζω και τοποθετώ, εκθέτω•выложить вещи из чемодана βγάζω τα πράγματα από τη βαλίτσα και τα τοποθετώ•
выложить товар εκθέτω το εμπόρευμα.
2. μτφ. εκμυστηρεύομαι, ανακοινώνω.3. στρώνω, καλύπτω•пол выложен цветными плитками το πάτωμα στρώθηκε με έγχρωμα πλακάκια.
|| παλ. διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω (ύφασμα).4. (διαλκ.) ευνουχίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
επιμεταλλώνω — καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στον λόγιο τ. επιμεταλλώ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
επιχαλκώνω — καλύπτω, επενδύω με στρώμα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλκόω, ώ μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… … Dictionary of Greek
κάλυψη — Όρος της τοπολογίας. Αν Α είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο (διάφορο από το κενό) και Κ είναι μια οικογένεια από σύνολα, τότε η οικογένεια αυτή ονομάζεται κ. του συνόλου Α, αν και μόνο αν κάθε στοιχείο του Α ανήκει σε ένα τουλάχιστον από τα μέλη της… … Dictionary of Greek
περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω … Dictionary of Greek
αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… … Dictionary of Greek