-
1 αἰγιαλός
αἰγιαλός, ὁ (ἀΐσσω), Meeresküste, flache, im Ggstz der steilen, ἀκτή, vgl. Luc. Tox. 4; Hom. Iliad. 2, 210 ὡς ὅτε κῠμα πολυφλοίσβοιο ϑαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βοέμεται, 4, 422 ὡς δ' ὅτ' ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι κῦμα ϑαλάσσης ὄρνυτ', 14, 34 εὐρύς περ ἐὼν αἰγιαλός, Od. 22, 385 ὥς τ' ἰχϑύας, οὕς ϑ' ἁλιῆες κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσϑε ϑαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ· οἱδέ τε πάντες κύμαϑ' ἁλὸς ποϑέοντες ἐπὶ ψαμάϑοισι κέχυνται; – Sp. D. – Einzeln auch bei Att., z. B. Thuc. 1, 7 Xen. An. 6, 4, 4. – Sprüchw. αἰγιαλῷ λαλεῖς, ἐπὶ τῶν ἀνηνύστων, Suid.
-
2 αιγιαλος
ὅ морской берег, взморье Hom., Thuc., Xen., Eur., Arst.αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφειν ирон. Arph. — иметь (в своем распоряжении) целое взморье, т.е. запастись огромным количеством вотивных камешков
-
3 Αιγιαλος
ὅ Эгиал1) побережье сев. Пелопоннеса, где впоследствии находились Ахея и Сикион Hom.2) тж. pl., город в Пафлагонии Hom., Luc. -
4 Αιγιαλός
-
5 Αἰγιαλός
-
6 αιγιαλός
-
7 αἰγιαλός
-
8 αἰγιαλός
αἰγιᾰλός, ὁ,A sea-shore, beach, Il.4.422, Od.22.385, Hdt.7.50, al., Th. 1.7 (pl.), X.An.6.4.4, Thphr.HP7.13.8 (pl.), etc.; distinguished from ἀκτή, Arist.HA 547a10; also in E.(lyr.), IT 425, IA 210; αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει a whole beach of voting-pelbles, Ar.V. 110: prov., αἰγιαλῷ λαλεῖς, of deaf persons, Suid., Zen.1.38. (Prob. connected with αἰγίς II, αἴξ IV.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγιαλός
-
9 αἰγιαλός
αἰγιαλός: beach, strand.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰγιαλός
-
10 Αἰγιαλός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αἰγιαλός
-
11 αἰγιαλός
-
12 αἰγιαλός
Grammatical information: adj.Meaning: `sea-shore, beach'; also GN, e. g. the coast of Achaia (Il.).Dialectal forms: Myc. aikiharijo prob. \/ aigihalio-\/ AJ 134Derivatives: αἰγιάλειος, αἰγιαλεύς are late, hell. ( Αἰγιαλεῖς name of the inhabitants of the coast of Achaia Hdt.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The Myc. form seems to confirm derivation of the second element from ἅλς. To ἅλλομαι, Kretschmer Glotta 27, 28f. with Bechtel Lex. For the first part one compares αἶγες τὰ κύματα. Δωριεῖς H. (and Artem. 2, 12: καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῃ̃ συνηθείᾳ λέγομεν). But αἶγες = κύματα could be just a metaphorical use of αἴξ `goat'. Heubeck IF 68 (1963) 13-21 `heftig [von den Wogen] besprungen'; not very probable. - Pre-Greek acc. to Chantr. Form. 248, which cannot be excluded though Chantraine now calls it `facile' (=?).Page in Frisk: 1,31Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰγιαλός
-
13 αἰγιαλός
{сущ., 6}Ссылки: Мф. 13:2, 48; Ин. 21:4; Деян. 21:5; 27:39, 40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰγιαλός
-
14 αιγιαλός
{сущ., 6}Ссылки: Мф. 13:2, 48; Ин. 21:4; Деян. 21:5; 27:39, 40.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αιγιαλός
-
15 αιγιαλός
ο1) морской берег, побережье, взморье; 2) набережная -
16 αἰγιαλός
берег (морской), побережье.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰγιαλός
-
17 αἰγιαλός
-
18 αἰγιαλός
-οῦ + ὁ N 2 0-1-0-0-0=1 JgsA 5,17seashore, beachCf. BONNEAU 1985, 131-143 -
19 αιγιαλός
yalı, kıyı, sahil -
20 παρ-αιγίαλος
См. также в других словарях:
Αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλός — sea shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek
Άνω Αιγιαλός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 202 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωστίνης … Dictionary of Greek
Αἰγιαλοῖο — Αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖο — αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖς — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖς — αἰγιαλός sea shore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσι — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλοῖσι — αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλοῖσιν — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)