-
101 μεταληπτικός
A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39;ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31
; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph. 209b12, Placit.1.19.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταληπτικός
-
102 μονόυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόυλος
-
103 μυκάομαι
Aἐμῡκησάμην Ar.Nu. 292
, Theoc.16.37: used by Hom. once in [tense] pres. part., Od.10.413, elsewh. in [dialect] Ep. [tense] aor. μύκον [ῠ], [dialect] Ep. [tense] pf. μέμῡκα (also in A.Supp. 352 (lyr.)): [tense] plpf. ἐμεμύκειν orμεμύκειν Od.12.395
: [dialect] Ep. iterat. μύκεσκε only in EM624.40:—prop. of oxen, low, bellow, ὁ δὲ μακρὰ μεμυκώς [ὁ ταῦρος] Il.18.580;μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος 21.237
;πόριες.. μυκώμεναι Od.10.413
, cf. A.l.c., E.Ba. 738; of a calf, Theoc.l.c.; of Heracles in agony, E.HF 870 (troch.: so comically,ἔβλεψεν δριμὺ κἀμυκᾶτο Ar.Ra. 562
);οἷον μυκτὴρ μυκᾶται Id.V. 1488
;μάτηρ κεφαλὰν μυκήσατο παιδὸς ἑλοῖσα Theoc.26.20
;ὥσπερ λέων μ. Apoc.10.3
.2 of things,πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749
;μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι μύκον 12.460
; of a shield, μέγα δ' ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ rang, 20.260; of meat, ἀμφ' ὀβελοῖσι μεμύκει bellowed upon the spits (a portent), Od.12.395;μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη Hes.Op. 508
;βροντῆς μυκησαμένης Ar.Nu. 292
;κόχλον ἑλὼν μυκήσατο κοῖλον Theoc.22.75
:—rare in Prose, Pl.R. 396b, 615e, Arist.Mete. 368a25.—An [tense] aor. [voice] Act., [τυμπάνου] βαρὺ μυκήσαντος AP6.220.11
(Diosc.). (Onomatopoeic word.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυκάομαι
-
104 ναυπηγήσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγήσιμος
-
105 νήριτος
νήρῐτος, ον,A = νήριθμος, countless, immense,ν. ὕλη Hes.Op. 511
: hence as pr. n. of mountain in Ithaca,Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632
, Od.9.22;ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νήριτος
-
106 νοθεύω
A corrupt,γυναῖκα Zeno Stoic.1.58
;συνοικοῦσαν ἄλλῳ J.AJ4.8.23
;γάμον τινός Ph.2.48
;ἕτερος ἕτερον νοθεύων ὀδυνᾷ LXX Wi.14.24
: metaph.,ν. τὴν ἐπιστήμην λόγοις κεκαλλωπισμένοις Vett.Val.238.22
.2 adulterate, Max.Tyr.37.4:— [voice] Pass.,νενοθευμένος τῇ ὕλῃ διὰ τὸ σωματικόν Plu.2.373b
;νοθευθῆναι Luc.Deor.Conc.7
.II Medic., [πυρετὸς] ὅστις ἂν [τὸ εἶδος] νοθεύσῃ departs from the normal type, Gal.7.339; of persons,ν. τὰ τοῦ μέτρου τῶν γυμνασίων γνωρίσματα Id.6.130
, cf. 10.601 ([voice] Pass.). -
107 ξηρός
A dry, opp. ὑγρός, of a dried-up river, Hdt.5.45 ;χειμάρρους ξηροὺς ὕδατος Arr.An.4.3.2
;ἠὴρ ξ. Hdt.2.26
;ξ. ἄνεμος Ar. Nu. 404
;ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν A.Th. 696
;ὀμμάτων ξ. κόραι E.Or. 389
; μέτρα ξ. τε καὶ ὑγρά dry and liquid measures, Pl.Lg. 746d ; ὕλη αὔη καὶ ξ. ib. 761d ; ξ. γάλα, i.e. ripe cheese, Eust.1001.51 (cf. περίξηρος) ; so τυρὸς ξ., opp. τυρὸς χλωρός, Antiph.133.7, cf. Philox.3.8; ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν on solid food, i.e. cereals, E.Ba. 277 ; καρπὸς ξ., i.e. cereal, opp. κ. ξύλινος, produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, Pl. Criti. 115b ;ξ. χόρτος
hay,PPetr.
3p.181 (iii B.C.) ; φοῖνιξ ξ. dried dates, PSI1.33.14 (ii A.D.); ξ. καρποί, opp. οἶνος, ἔλαιον, Arr.Epict.2.23.5 ; ξ. πυρίαι applications of dry heat, Hp.Acut.21, Archig. ap. Gal. 12.621 ; cf. ξηροπυρία. Adv. by the use of dry powder,Hp.
Epid. 6.3.13 (s.v.l.).2 of bodily condition, withered, lean, ;ξηρὸς ὑπαὶ δείους Theoc.24.61
;ξ. κοιλίη
costive,Hp.
Aph.2.20.3 of the voice, cf. ξηρόφωνος.II fasting: hence, generally, austere, (lyr.); of persons, Antiph.16 ; harsh, opp. ἡδύς, E.Andr. 784 (lyr.).2 metaph., of style,πραγματεία ἀτερπὴς καὶ ξ. Epicur.Fr. 505
(p.358 U.);τὸ ξ.
aridity,Demetr.
Eloc. 238 ; of critics,ξηροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες AP11.322
(Antiphan.).III as Subst. ἡ ξηρά (sc. γῆ), dry land, opp. ὑγρά, X.Oec.19.7 (also [comp] Comp. ξηροτέρα γῆ ib.6), cf. Ev.Matt.23.15, etc. ;τὸ ξηρόν Hdt.2.68
; ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν to leave the ships aground, Th.1.109 ;ναῦς ἐς τὸ ξ. ἐξωθεῖν Id.8.105
; τὸ ξ. τοῦ ποταμοῦ the part of its bed left dry, X.Cyr. 7.5.18: for Theoc.1.51 v. ἀκράτιστος.2 ξηρά, ἡ, in a bath-house, room for dry heat, POxy.2145.12 (ii A.D.). -
108 ξυλικός
A, (ξύλον)
of wood, wooden, like wood,Arist.
PA 674a29 ; καρπὸς ξ., = ξύλινος (v. sq.), PSI5.528.46 (iii B. C.), Artem.2.37 ;ξ. ὕλη
timber,IG
12(3).324 ([place name] Thera), Gloss. ;ξ. παρασκευή OGI510.7
(Ephesus, ii A. D.) ; ξυλική, ἡ, timber-monopoly, PTeb.8.26 (iii/ii B. C.) ; ξυλικόν, lignarium, pulpitum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλικός
-
109 οἰκοδομικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδομικός
-
110 οἰόβατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰόβατος
-
111 παιδεύω
παιδ-εύω, [tense] fut. - σω: [tense] aor. ἐπαίδευσα: [tense] pf. πεπαίδευκα:—[voice] Med., [tense] fut.Aπαιδεύσομαι E.Fr. 1068
: [tense] aor.ἐπαιδευσάμην Pl.R. 546b
:—[voice] Pass., [tense] fut. παιδευθήσομαι ib. 376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri. 54a: [tense] aor.ἐπαιδεύθην S.OC 562
, Pl. Mx. 236a, etc.: [tense] pf.πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17
, Pl.Lg. 920a, etc.: ([etym.] παῖς):— bring up or rear a child,λευκὸν αὐτὴν.. ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648
:—[voice] Pass.,ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC 562
; : but mostly,II opp. τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri. 54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr. 451, E.Supp. 917;τοὺς νέους Pl.Ap. 24e
, etc.;κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178
; οἱ πεπαιδευμένοι educated, cultured persons, opp. ἀυαθεῖς, Id.185;τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν.. ὁ ποιητής Pl.R. 606e
; also, of animals, train, X.Eq.10.6 ([voice] Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or by..,παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg. 741a
;μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R. 430a
; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib. 522a;π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3
, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138;ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri. 50e
; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg. 519e, X.Mem. 2.1.17 ([voice] Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl. R. 492e, X.Mem.1.2.1 ([voice] Pass.);πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist. Pol. 1260b15
;ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3
([voice] Pass.);περὶ βύρσας Id.Ap.29
, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d;ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148
: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol. 1337b23: c. acc. et inf.,π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155
: with predicative Adj. or Subst.,π. τινὰ κακόν S.OC 919
;γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr. 601
:—in [voice] Pass., c. acc. rei, to be taught a thing,παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg. 695a
, al.;ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5
: c. acc. cogn. (attracted),ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78
: c. inf.,π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3
;ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39
(in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι .. Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π. to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg. 654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib. 876d; opp. δημιουργός, Id.Amat. 135d;ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ π. περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol. 1282a4
; π. also, well-bred, Id.EN 1128a21:—[voice] Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr. 1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R. 546b: c. acc. cogn.,πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men. 93d
:—also in [voice] Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas [voice] Med. is sts. used like [voice] Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA 561(lyr.)).2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226.III correct, discipline,τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S. Aj. 595
;διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5
; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεύω
-
112 παμπαθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμπαθής
-
113 πανθηλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανθηλής
-
114 παράκειμαι
Aπαρεκέσκετο Od.14.521
:—used as [voice] Pass. to παρατίθημι, lie beside or before,ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476
;ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416
, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.;ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA 599a25
: generally, to be at hand, available, ; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65;ἔρδειν.. ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685
; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb. 41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph. 861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75;ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1048
;τὰ π. ὕδατα PTeb.61
(b). 132 (ii B. C.); τὰ π., also, dishes on table, Amphis 30.6;κλίνην.. παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod.
Com.2.10; ἡ π. πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb. 19d; under discussion,λόγος Phld.Sign.16
; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28.b in legal phrases, to be attached or appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc.3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection,π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3
.II in Gramm., etc.:1 to be laid down, mentioned in text-books,τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29
; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl. 720.2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος ) the perfect tense, A.D.Synt.205.15.3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις.. διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25.4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf.παράθεσις 1.2
), A.D.Synt.330.26, al.5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκειμαι
-
115 πεδιάς
A flat, level, of Scythia, Hdt.4.23,47, Hp.Aër.18 ; of Egypt, Hdt.2.8 ; of Thessaly, Pl.Lg. 625d ; ἡ π. (sc.γῆ) Hdt.9.122, Onos.6.8 ; π. ὁδός, ἁμαξιτός, Pi.P.5.91, E.Rh. 283 ;ἡ π. χώρα Plb.2.16.7
.II on or of the plain, ; λόγχη π. the spearmen of the plain, Id.Tr. 1058 ; π.μάχη battle in the plain, Plu.Sull.19, prob. in IG14.1290.59. -
116 περικλαδής
περικλᾰδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλαδής
-
117 πλαδαρός
A moist, damp,ἱδρῶτι πλαδαρὴ κόμη AP9.653
(Agath.);καρήατα A.R.3.1398
; πλαδαραὶ σάρκες flabby, flaccid, Hp.Int.40, etc.;οὖλα Dsc.5.5
; διαχωρήματα -ώτερα loose, watery, Hp.Acut.52; ὕλη Sch. Iamb.Comm.Math.4; weak,δόρυ Plb.Fr.69
(nisi leg. κλαδ-); of taste, insipid, opp. στρυφνός, Hp.VM14,15, cf. Aristid.Quint.2.15 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαδαρός
-
118 πλάσις
A moulding, conformation,τοῦ ἐμβρύου Arist.GA 776a33
; of an infant, by massage, Sor.1.85 ; of a statue, Rev.Ét.Anc.33.215 (Theangela, iii B.C.);ὀπτῆς πλίνθου PSI6.712.5
(iii A.D.): generally, opp. ὕλη, Plot.3.3.4. -
119 πνίγω
A : [tense] fut. πνίξω ([etym.] ἀπο-) Pl.Com.198, Antiph.171; [dialect] Dor. [ per.] 2pl. [tense] fut.πνιξεῖσθε Epich.155
: [tense] aor. ἔπνιξα, imper. πνῖξον, Cratin.27, Hdt.2.92, Batr.158:—[voice] Pass., [tense] fut.πνῐγήσομαι Gal.Nat.Fac.1.17
, ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1504, Hp.Morb.3.16; alsoἀπο-πεπνίξομαι Eun.VSp.463
B.: [tense] aor. ἐπνίχθην ([etym.] ἀπ-) Aret.SA1.7; but ἐπνίγην [ῐ] Batr.148, Aret.SD 1.11, ([etym.] ἀπ-) Pherecr.159, Pl.Grg. 512a, D.32.6, etc.: [tense] pf. πέπνιγμαι, v. infr.11.—The simple verb is less freq. than the compd. ἀποπνίγω:— choke, throttle, strangle, Sophr.l.c., etc.; of a doctor,πνίγων.. πικρότατα πόματα διδούς Pl.Grg. 522a
; ἂν ὕλη πνίγῃ [τὸν σῖτον] X.Oec.17.14: prov.,ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; Arist.EN 1146a35
:—[voice] Pass., to be choked, stifled,ἐπνιγόμην τὰ σπλάγχνα Ar.Nu. 1036
;αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Antyll.
ap. Orib.10.19.1.3 metaph., vex, torment,ἕνα χαλκοῦν ἀποβαλὼν αὑτὸν π. Phld.Ir.p.37
W.; ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει v.l. in Luc.Prom.17; oppress by exactions, 'squeeze', Jul. Mis. 368c.II cook in a close-covered vessel, bake, stew, Hdt.2.92;δικίδιον.. ἐν λοπάδι πεπνιγμένον Ar.V. 511
;πεπνιγμένος Metag.6
. 9. -
120 πολυάνθεμος
A rich in flowers,ἄρουραι Sapph.Supp.25.11
;μίτραι Anacr. 65.3
;Ὧραι Pi.O.13.17
: in later Prose,χώρα Plu.2.294f
. -ής, ές, ([etym.] ἀνθέω) blooming,ὕλη Od.14.353
;ἔαρ h.Hom.19.17
;πτερύγων χροιή Mosch.2.59
, cf. Opp.C.1.320, al.: in later Prose,θύμβρα Gp.15.4.4
; parti-coloured,στρωμναί D.S.31.8
, cf.5.30: poet. fem.πολυάνθεα, γλήχων Nic.Th. 877
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάνθεμος
См. также в других словарях:
Ύλη — (hyle) (греч.) материя, вещество, материал. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Ὕλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃ — Ὕλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕλη — ὕ̱λη , ὕλη forest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (doric) ὑλάω bark pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃ — ὕ̱λῃ , ὕλη forest fem dat sg (attic epic ionic) ὕληι , ὗλις mud fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… … Dictionary of Greek
διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… … Dictionary of Greek
μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… … Dictionary of Greek
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek