Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὠμῷ

См. также в других словарях:

  • τὠμῶ — ἀ̱μῶ , ἁμός 1 masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn pres imperat mp 2nd sg ἀ̱μῶ , ἀμάω 1 reap corn pres subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠμῷ — ἀ̱μῷ , ἁμός 1 masc/neut dat sg ἀ̱μῷ , ἀμάω 1 reap corn pres opt act 3rd sg ἐμῷ , ἐμός mine masc/neut dat sg ἀμῷ , ἡμός masc/neut dat sg (aeolic) ἡμῷ , ἡμός masc/neut dat sg ὀμῷ , ὀμάζω growl fut opt act 3rd sg ὠμῷ , ὠμός raw masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠμώ — ἀ̱μώ , ἁμός 1 masc/neut nom/voc/acc dual ἐμώ , ἐμός mine masc/neut nom/voc/acc dual ἀμώ , ἡμός masc/neut nom/voc/acc dual (aeolic) ἡμώ , ἡμός masc/neut nom/voc/acc dual ὠμώ , ὠμός raw masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδύνευμα — κινδύνευμα, τὸ (Α) [κινδυνεύω] επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • προσωδός — όν, Α 1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.) 2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»