-
1 тройка
-и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο. -
2 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
-
3 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
4 δι-αιρέω
δι-αιρέω (s. αἱρέωὶ, 1) auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi ἐγχείη δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d τρία μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; ἀκρόϑινα διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, wegreißen, γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – absondern, Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν δίχα, Plat. Soph. 225 a; διχῆ, Crat. 396 a. – Ggstz συντιϑέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ ζῷον τῷ τιϑασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, unterscheiden, Xen. Oec. 7, 26. – Med., unter sich vertheilen, Hes. Th. 112; τὸ ἔργον Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) bestimmt angeben, aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; entscheid en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ ἀλλήλων ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ περί τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, auslegen; τέρας Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
-
5 втрое
επίρ.τρεις φορές• σε τρία μέρη, μερίδες, στα τρία•втрое дороже τρεις φορές ακριβότερα•
сложить бумагу втрое διπλώνω το χαρτί στά τρία•
увеличить втрое τριπλασιάζω.
-
6 натрое
επίρ.στα τρία, σε τρία μέρη•раз-рзать натрое κόβω στα τρία.
-
7 διαιρεω
(fut. διαιρήσω, aor. 2 διεῖλον, pf. διῄρηκα)1) снимать, срывать(ὀροφήν Thuc., Xen.)
2) раскалывать(λίθους Arst.)
3) разрезать, рассекать4) прокалывать5) вырывать, выворачивать, выдергивать(σταυρούς Xen.)
6) взламывать, ломать(πυλίδα Thuc.)
διελόντες τοῦ τείχους Thuc. — пробив стену;τὸ διηρημένον Thuc. — пролом, брешь7) разбирать, разрушать(γέφυραν Her.)
8) делить, разделять(τρία μέρη Plat.; διαιρεθῆναι εἰς τὰ ἐλάχιστα Arst.; δ. τι εἰς μέρη τρισκαίδεκα Plut.; med. διελεῖσθαι τέν ληΐην Her.)
διελεῖν σφᾶς αὐτοὺς δίχα Plut. — разделиться на две части;κατὰ πόλεις διελόμενοι τὸ ἔργον Thuc. — распределив работу между (отдельными) городами;διῃρῆσθαι χωρὴς κατὰ γένη Arst. — быть разделенным на отдельные роды9) различать(αἰδῶ καὴ σωφροσύνην Xen.; αἱ διαιρεθεῖσαι κατηγορίαι Arst.)
ταῖς δόξαις διαιρεῖσθαι τοὺς ἀμείνους καὴ τοὺς χείρονας Plat. — сознавать различие между лучшими и худшими10) разбирать, толковать, разъяснять, тж. определять, рассуждать(περί τινος Plat., Arst.)
εἰ δὲ ἄρα μή ἐστι τοῦτο τοιοῦτο οἷον ἐγὼ δ. Her. — если же это обстоит не так, как я рассуждаю;ὅσα πρὸς τέν σκέψιν ταύτην διελεῖν ἀναγκαῖον Arst. — разъяснения, необходимые для данного исследования11) (раз)решатьδ. δίκας Aesch. — разбирать судебные дела, вершить суд;ψήφῳ δ. περί τινος Aesch. — решить что-л. голосованием;κλήρῳ διελεῖν τὸν νικῶντα Plat. — определить жребием, кто одержал победу -
8 μέρος
A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc.;μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71
;ἔχει δόμων μ. E.Ph. 483
;κτεάνων μ. A.Ag. 1574
(anap.);συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11
; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.;λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol. 1295a3
; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.2 heritage, lot, destiny,μεθέξειν τάφου μ. A.Ag. 507
;ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant. 147
(anap.); τοῦτο γὰρ.. σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc. 474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.II one's turn,ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69
;μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173
; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for.., A.Ch. 827 (lyr.), cf. Pl.R. 540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag. 291.2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph. 478, Arist.Pol. 1287a17;κατὰ μέρος h.Merc.53
, Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht. 157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib. 182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch. 332 (lyr.), Eu. 198; by turns, in succession, Id.Ag. 332, 1192, Th.8.93;ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg. 819b
; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or. 452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg. 462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns,ἄρχειν Plu.Fab.10
, cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst. 206
(but also, partially, Alciphr.3.66).III the part one takes in a thing,μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT 1299
; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La. 180a.2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee,ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT 1509
, cf. Ant. 1062, Pl.Cri. 45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me,οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr. 1215
, cf. E.Heracl. 678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC 1366;τοὐκείνου μ. E.Hec. 989
: rarely,κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e
.IV part, opp. the whole,ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer. 399
, etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11;μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1
; τὰ δύο μ. two-thirds, ib. 104, Aeschin. 3.143, D.59.101;τρία μέρη.., τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17
J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν .. no fraction of.., i. e. infinitesimal compared with.., Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν.. τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk. 107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl. 127 (i A.D.);τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg. 795e
; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus,πρασίνων μ. POxy.145.2
(vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po. 1456b20, D.H.Comp. 2: more freq.μ. λόγου D.T.634.4
, A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι .. X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.b with Preps.,κατά τι μέρος Pl.Lg. 757e
;κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti. 86d
; ἐκ μέρους in part,γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9
(but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5;ἐπὶ μέρους Luc.
Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6;αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10
; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of.., consider as so and so, ;οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148
; alsoἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50
; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18;μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2
; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8;ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31
;ἐν χάριτος μ. Id.21.165
; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166;ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24
;ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R. 424d
; alsoεἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17
.4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).5 in Neo-Platonism, by way of species or element,ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam.Pr. 193
; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib. 176;πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot.3.6.18
. -
9 δημοσιος
Iдор. δᾱμόσιος 3(обще)народный, общественный, государственный(ἀγρός Her.; πλοῦτος Thuc.; πλοῖα Plat.; ἀγών Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς τρία μέρη τέν χώραν, τέν μὲν ἱερὰν, τέν δὲ δημοσίαν, τέν δ΄ ἰδίαν Arst.)
δίκαι δημόσιαι Arst. — процессы по обвинениям в государственных преступленияхIIὅ1) глашатай Her.2) блюститель порядка, полицейский Arph.3) писец Dem.4) палач Diod.5) искупительная жертва Arph. (ср. φαρμακός) -
10 отдел
-а α.1. τμήμα, μέρος•историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.
2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•отдел кадров τμήμα προσωπικού•
справочный отдел γραφείο πληροφοριών.
3. κλάδος•отдел науки κλάδος επιστήμης.
|| στήλη•отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.
4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση. -
11 διαιρέω
δι-αιρέω (s. αἱρέωὶ, (1) auseinandernehmen, teilen, sondern, zerreißen; δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Teile; τρία μέρη, in drei Teile; auseinander-, wegreißen; niederreißen; πυλίδα, aufbrechen; absondern. Ggstz συντιϑέναι; unter sich verteilen; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit teilten; act., = teilen, ausscheiden. (2) bestimmt angeben, aussagen; erklären, auslegen -
12 στην
στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία -
13 ἀθρόος
ἀθρόος, α, ον, fam. ἀϑρόος Heraclid. Tar. bei Ath. III, p. 120 d, zusammengezogen ἀϑροῠς, attisch ἁϑρόος (α copul.); auch im Hom. las Aristarch mit spir. asper nach Scholl. Iliad. 14, 38, vgl. Scholl. Od. 1, 27. 3, 34; – zusammengedrängt, versammelt; Ariston. Scholl. Iliad. 14, 38 ἡ διπλῆ, ὅτι ἁϑρόοι ἐπὶ τῶν τριῶν· ἀρχὴ γάρ ἐστι πληϑυντικοῠ ἀριϑμοῠ τὰ τρία; gew. im plur., der sing. meist nur bei Sammelwörtern, zuerst bei Pind. P. 2, 35 κακότης. Hom. z. B. ἁϑρόα πάντα, Alles insgesammt, Alles zusammen, Alles auf einmal, Iliad. 22, 271 Od. 1, 43. 2, 356; – ἁϑρόοι ἦλϑον Od. 3, 34, ἠγερέϑοντο 2, 392, κίον Il. 14, 38, ἔμειναν 15, 657, ὁρμηϑέντες 19, 236, ἔσαν (ἦσαν) Il. 18, 497 Od. 1, 27; – von Soldaten, dicht gedrängt, Her. 6, 112; ἁϑρόα πόλις, dem ἕκαστοι entgegengesetzt, Thuc. 2, 60, δύναμις 2, 39; πᾶσα ὕλη ἁϑρόα Plat. Legg. VIII, 849 d, Ggstz κατὰ μέρη Theaet. 182 a, καϑ' ἕνα Alc. I, 114 d, κατ' ἄνδρα Dem. Lept. 138, κατ' όλίγους καὶ σποράδην Plut. Arist. 17. Auch reichlich, groß, Din. 1, 15, entgegenstehend dem κατὰ μικρόν; τὸ ἁϑρόον, die Menge, Gesammtheit, Dem. 27, 35; ῥοῠς ἀϑροῦς καὶ πολύς Pol. 10, 14, 8; vgl. ἀϑροῠς ἐξεχύϑη γέλως Athen. X, 420 d; ἀϑρόος ὤφϑη, er wurde mit ganzer Heeresmacht gesehen, Plut. Them. 12; ebenso ἀϑρόος ἐπέστη Svll. 12. – Compar. ἁϑροώτερος 'Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 6, 4, 9; ἀϑρουστέρῳ χρῆσϑαι τῷ πόματι Athen. III, 80 a; ἀϑρούστατος Plut. Caes. 20. – Adv. ἀϑρόως, haufenweis, in Menge, πίνειν Ael. V. H. 1, 2; vgl. Plut. Symp. 3, 3; λέγειν, im Allgem. sagen, bei den Rhetoren, das Ganze statt seines Theiles nennen, συγκρίνειν, im Ggstz von ἀνὰ μέρος, Rhett. gr. IX, 286, 15; auch von der Zeit, plötzlich.
-
14 на
на Iпредлог Α. с вин. и предл. п.1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.на IIчастица разг (возьми) νά, πόρτο:на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε! -
15 από
(απ;αφ') πρόθ. I με ονομ., γεν., αίτιατ. (при обознач, времени) с, от; (γεν.) από γεννησιμιού του с самого его рождения; από μιάς αρχής с самого начала; από πολλού χρόνου с давнего времени, с давних пор; από της ημέρας εκείνης с того дня; από ημερών с некоторых пор; από καιρού εις καιρόν время от времени; με γνωρίζει από είκοσι ετών он(а) меня знает двадцать лет; (όνομ.) από μικρός τον ξέρω я с малых лет (когда я был ребёнком) знаю его;(αίτιατ.)
τον ξέρω από μικρόν — я знаю его с детства (когда он был ещё ребёнком);από το πρωί с утра;από πέρυσι с прошлого года; από χτες со вчерашнего дня; από πότε; с каких пор?; από τότε с тех пор; απ' εδώ κ' εμπρός отныне, впредь; από τώρα с этих пор; από νωρίς, από τα πρίν заранее; II με γεν., αίτιατ. 1) (при обознач, пространства, места, направления) с, от; к; (γεν.) από της κορυφής τού βουνού с вершины горы; έρχομαι από τού θείου иду от дяди; (αιτιατ.) από τη στέγη с крыши; απ' αυτόν το δρόμο по этой дороге; πέρασα κι' απ' τον Κώστα я и к Косте заходил; περάστε απ' το σπίτι заходите ко мне; 2) (источник чего-л.) из, от; από (τού) λόγου του от него самого; αυτό το δώρο είναι από λόγου του этот подарок от него лично; III με ονομ. (при указании на изменение положения) с, со, из; από εργάτης μάστορας из рабочего стал мастером; IV με γεν. 1) (при обознач, качества, свойства): από φυσικού του по натуре; 2) (при обознач, способа, характера действия): από μνήμης наизусть; απ' ακοής понаслышке; από καρδίας от души; απ' την καρδιά μου от всего сердца, сердечно; V με αιτιατ. 1) (при обознач, происхождения) из; από καλή οικογένεια из хорошей семьи; είμαι από χωριό я из деревни; 2) (при обознач, лица или предмета, которого касаются) за; αρπάχτηκα από το κλαδί ухватиться за ветку; παίρνω απ' το χέρι брать за руку; 3) (в знач через): φεύγω από την πίσω πόρτα выходить через заднюю дверь; περνώ από το δάσος проходить через лес; τό φως μπαίνει από το φεγγίτη свет проникает через окно; πέρασε την κλωστή από τη βελόνα вдень нитку в иголку; 4) (при обознач, причины) от, по причине, из-за; από το πολύ σφίξιμο κόπηκε το σχοινί от сильного натяжения верёвка лопнула; έμεινε σκελετός απ' την πείνα он очень похудел от голода; πετώ από τη χαρά μου прыгать от радости; από την πίκρα μου от горя; от досады; από περιέργεια из любопытства; υποφέρω από το στομάχι μου страдать желудком; 5) (при.обознач, орудия, средства, способа): ζω από τη δουλειά μου жить своим трудом; από την προίκα της έχτισε το σπίτι дом он построил на её приданое; 6) (при обознач, материала) из; από πέτρα из камня, каменный; από ξύλο из дерева, деревянный; από δέρμα из кожи, кожаный; 7) (при обознач, частей, составляющих что-л, единое): στεφάνι από τριαντάφυλλα венок из роз; ομάδα από πέντε άτομα группа из пяти человек; 8) (при указании целого, от которого берётся часть) из; 8νας από τούς πολλούς один из многих; τίποτε δεν χρειάζομαι απ' αυτά из этих вещей мне ничего не надо; 9) (при обознач, удаления, отдаления) из, от; αποσύρομαι από τίς υποθέσεις отходить от дел; παρεκβαίνω από το θέμα отходить от темы; γλυτώνω από τον κίνδυνο избежать опасности; γλυτώνω απ' τίς φροντίδες освободиться от забот; φεύγω απ' το σπίτι уходить из дома; χώρισε από τον άντρα της она ушла от мужа, она разошлась с мужем; 10) (при обознач, частичности, разделения): κόψε μου από το ψωμί μιά φέτα отрежь мне ломоть хлеба; ήπια απ' αυτό το κρασί я выпил этого вина; πίνε από λίγο пей понемножку; λίγα απ' όλα обо всём понемногу; 11) (при указании на распределение поровну) по; από τρία τετράδια по три тетради; από ένας (-ενας) по одному; περάστε μέσα από λίγοι входите по нескольку человек; φταίνε κι' απ' τα δυό μέρη виноваты и те и другие; 12) (употр, в сравнениях): από σένα είναι εξυπνότερος он сообразительнее (или умнее) тебя; φαίνεται4 μεγαλύτερη από την αδελφή της она выглядит старше своей сестры; 13) (в соответствии с чём-л., согласно чему-л.) по; τον γνωρίζω από το βήμα του я узнаю его по походке; 14) (в отношении, в смысле): είναι ορφανός από πατέρα он сирота по отцу; είναι φτωχός από μυαλό он слабоумный; είναι στραβός από το ένα μάτι слепой на один глаз; είναι κουφός από το ένα αφτί глухой на одно ухо; άμαθος από τέτοιους δρόμους он не привык к таким дорогам; από υγεία είμαι καλά здоровье у меня хорошее; απο γράμματα δεν ξέρει πολλά он малограмотный; κάτι ξέρει από μουσική он немного разбирается в музыке; δεν καταλαβαίνει από τέτοια πράματα он в таких делах не разбирается; 15) (в пассивном обороте соотв. те. пад.): η πόλις κατελήφθη από τον εχθρό город занят врагом; 16) (соответствует род. пад.; переводится тж. прилагательным): ο κρότος από τα κανόνια гул орудий, орудийный гул; κέρδη απ' το εμπόριο прибыли от торговли, торговые прибыли; 17): (α)πάνω από на, над; κάτω από под; εμπρός από перед, впереди; напротив; (από) πίσω από сзади, позади, за; γύρω από вокруг; (από) μέσα από изнутри, из; πρίν από... перед тем, до; μετά από после; ύστερα από... после (того как); εκτός απ' αυτό кроме того; μακρυά από... далеко от...; από μακρυά издали; από πέρα издалека; από κοντά вблизи; από πού; откуда?; απ' εδώ отсюда; απ' εκεί а) оттуда; б) тот; τί θέλει ο κύριος από κεί; что нужно тому господину?; απ' εδώ και απ' εκεί со всех сторон; από τότε с тех пор; από τούδε с этого момента; αφ' ενός... αφ' ετέρου (тж. перен.) с одной стороны..., с другой стороны...; 18) (в зависимости от управления глагола): δεν στερούμαι από τίποτε я ни в чём не нуждаюсь; κρέμομαι από μιά κλωστή висеть на ниточке; φοβάμαι από τα σκυλιά бояться собак -
16 λόγος
λόγος, ὁ, verbal noun of λέγω (B), with senses corresponding to λέγω (B) II and III (on the various senses of the word v. Theo Sm.pp.72,73 H., An.Ox.4.327): common in all periods in Prose and Verse, exc. Epic, in which it is found in signf. derived from λέγω (B) 111, cf.infr. VI. 1 a:1 account of money handled,σανίδες εἰς ἃς τὸν λ. ἀναγράφομεν IG12.374.191
; ἐδίδοσαν τὸν λ. ib.232.2;λ. δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων Hdt.3.142
, cf. 143;οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λ. αὐτῶν οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς Lys.24.26
;λ. ἀπενεγκεῖν Arist.Ath.54.1
;ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου λ. ὑπεχέτω Pl.Lg. 774b
;τὸν τῶν χρημάτων λ. παρὰ τούτων λαμβάνειν D.8.47
;ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Din.1.60
; συνᾶραι λόγον μετά τινος settle accounts with, Ev.Matt.18.23, etc.; δεύτεροι λ. a second audit, Cod.Just.1.4.26.1; ὁ τραπεζιτικὸς λ. banking account, Theo Sm.p.73 H.: metaph.,οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λ. βροτόν S.Aj. 477
.b public accounts, i. e. branch of treasury, ἴδιος λ., in Egypt, OGI188.2, 189.3, 669.38; also as title of treasurer, ib.408.4, Str.17.1.12;ὁ ἐπὶ τῶν λ. IPE2.29
A ([place name] Panticapaeum); δημόσιος λ., = Lat. fiscus, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), etc. (but later, = aerarium, Cod.Just.1.5.15); alsoΚαίσαρος λ. OGI669.30
; κυριακὸς λ. ib.18.2 generally, account, reckoning, μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λ. excels the whole account, i.e. is best of all, S.OC 1225 (lyr.); δόντας λ. τῶν ἐποίησαν accounting for, i.e. paying the penalty for their doings, Hdt.8.100;λ. αἰτεῖν Pl.Plt. 285e
;λ. δοῦναι καὶ δέξασθαι Id.Prt. 336c
, al.;λαμβάνειν λ. καὶ ἐλέγχειν Id.Men. 75d
;παρασχεῖν τῶν εἰρημένων λ. Id.R. 344d
;λ. ἀπαιτεῖν D.30.15
, cf. Arist. EN 1104a3; λ. ὑπέχειν, δοῦναι, D.19.95;λ. ἐγγράψαι Id.24.199
, al.;λ. ἀποφέρειν τῇ πόλει Aeschin.3.22
, cf. Eu. Luc.16.2, Ep.Hebr.13.17;τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν Plb.15.34.2
; λ. ἡ ἐπιστήμη, πολλὰ δὲ ὁ λ. the account is manifold, Plot.6.9.4; ἔχων λόγον τοῦ διὰ τί an account of the cause, Arist.APo. 74b27; ἐς λ. τινός on account of,ἐς χρημάτων λ. Th.3.46
, cf. Plb.5.89.6, LXX 2 Ma1.14, JRS 18.152 ([place name] Jerash); λόγῳ c. gen., by way of, Cod.Just.3.2.5. al.; κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους if we take into account his size, Arist.HA 517b27;πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λ. Ep.Hebr.4.13
, cf. D.Chr.31.123.3 measure, tale (cf. infr. 11.1),θάλασσα.. μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λ. ὁκοῖος πρόσθεν Heraclit.31
;ψυχῆς ἐστι λ. ἑαυτὸν αὔξων Id.115
; ἐς τούτου (sc. γήραος) λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται to the point of old age, Hdt.3.99, cf.7.9.β; ὁ ξύμπας λ. the full tale, Th.7.56, cf. Ep.Phil.4.15; κοινῷ λ. νομίσαντα common measure, Pl.Lg. 746e; sum, total of expenditure, IG42(1).103.151 (Epid., iv B.C.); ὁ τῆς οὐσίας λ., = Lat. patrimonii modus, Cod.Just.1.5.12.20.4 esteem, consideration, value put on a person or thing (cf. infr. VI. 2 d), οὗ πλείων λ. ἢ τῶν ἄλλων who is of more worth than all the rest, Heraclit.39; βροτῶν λ. οὐκ ἔσχεν οὐδέν' A.Pr. 233;οὐ σμικροῦ λ. S.OC 1163
: freq. in Hdt.,Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίνεται 8.102
;τῶν ἦν ἐλάχιστος ἀπολλυμένων λ. 4.135
, cf. E.Fr.94;περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ar.Ra.87
; λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι πρός τινος to be of no account, repute with.., Hdt.1.120, cf.4.138; λόγου ποιήσασθαί τινα make one of account, Id.1.33; ἐλαχίστου, πλείστου λ. εἶναι, to be highly, lowly esteemed, Id.1.143, 3.146; but also λόγον τινὸς ποιεῖσθαι, like Lat. rationem habere alicujus, make account of, set a value on, Democr.187, etc.: usu. in neg. statements,οὐδένα λ. ποιήσασθαί τινος Hdt.1.4
, cf. 13, Plb.21.14.9, etc.;λ. ἔχειν Hdt.1.62
, 115;λ. ἴσχειν περί τινος Pl.Ti. 87c
;λ. ἔχειν περὶ τοὺς ποιητάς Lycurg.107
;λ. ἔχειν τινός D.18.199
, Arist.EN 1102b32, Plu.Phil.18 (but also, have the reputation of.., v. infr. VI. 2 e);ἐν οὐδενὶ λ. ποιήσασθαί τι Hdt.3.50
; ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο without regard, Id.9.70;ἐν σμικρῷ λ. εἶναι Pl.R. 550a
; ὑμεῖς οὔτ' ἐν λ. οὔτ' ἐν ἀριθμῷ Orac. ap. Sch.Theoc.14.48; ἐν ἀνδρῶν λ. [εἶναι] to be reckoned, count as a man, Hdt.3.120; ἐν ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου reckoned as.., Eus.Mynd.Fr. 59;σεμνὸς εἰς ἀρετῆς λ. καὶ δόξης D.19.142
.II relation, correspondence, proportion,1 generally, ὑπερτερίης λ. relation (of gold to lead), Thgn.418 = 1164;πρὸς λόγον τοῦ σήματος A.Th. 519
; κατὰ λόγον προβαίνοντες τιμῶσι in inverse ratio, Hdt.1.134, cf. 7.36;κατὰ λ. τῆς ἀποφορῆς Id.2.109
; τἄλλα κατὰ λ. in like fashion, Hp.VM16, Prog.17: c. gen., κατὰ λ. τῶν πρόσθεν ib. 24;κατὰ λ. τῶν ἡμερῶν Ar. Nu. 619
;κατὰ λ. τῆς δυνάμεως X. Cyr.8.6.11
;ἐλάττω ἢ κατὰ λ. Arist. HA 508a2
, cf. PA 671a18;ἐκ ταύτης ἐγένετο ἐκείνη κατὰ λ. Id.Pol. 1257a31
; cf. εὔλογος: sts. with ὁ αὐτός added, κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ in fashion like to.., Hdt.1.186; περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. analogously, Pl.Tht. 158d, cf. Prm. 136b, al.; εἰς τὸν αὐτὸν λ. similarly, Id.R. 353d; κατὰ τὸν αὐτὸν λ. in the same ratio, IG12.76.8; by parity of reasoning, Pl.Cra. 393c, R. 610a, al.; ἀνὰ λόγον τινός, τινί, Id.Ti. 29c, Alc.2.145d; τοῦτον ἔχει τὸν λ. πρὸς.. ὃν ἡ παιδεία πρὸς τὴν ἀρετήν is related to.. as.., Procl.in Euc.p.20 F., al.2 Math., ratio, proportion (ὁ κατ' ἀνάλογον λ., λ. τῆς ἀναλογίας, Theo Sm.p.73 H.), Pythag. 2;ἰσότης λόγων Arist.EN 113a31
;λ. ἐστὶ δύο μεγεθῶν ἡ κατὰ πηλικότητα ποιὰ σχέσις Euc.5
Def.3;τῶν ἁρμονιῶν τοὺς λ. Arist.Metaph. 985b32
, cf. 1092b14; λόγοι ἀριθμῶν numerical ratios, Aristox.Harm.p.32 M.; τοὺς φθόγγους ἀναγκαῖον ἐν ἀριθμοῦ λ. λέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους to be expressed in numerical ratios, Euc.Sect.Can. Proëm.: in Metre, ratio between arsis and thesis, by which the rhythm is defined, Aristox.Harm.p.34 M.;ἐὰν ᾖ ἰσχυροτέρα τοῦ αἰσθητηρίου ἡ κίνησις, λύεται ὁ λ. Arist.de An. 424a31
; ἀνὰ λόγον analogically, Archyt.2; ἀνὰ λ. μερισθεῖσα [ἡ ψυχή] proportionally, Pl. Ti. 37a; soκατὰ λ. Men.319.6
; πρὸς λόγον in proportion, Plb.6.30.3, 9.15.3 (but πρὸς λόγον ἐπὶ στενὸν συνάγεται narrows uniformly, Sor. 1.9, cf. Diocl.Fr.171);ἐπὶ λόγον IG5(1).1428
([place name] Messene).3 Gramm., analogy, rule, τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, τῆς συγκοπῆς, by the rule of the participles, of syncope, Choerob. in Theod.1.75 Gaisf., 1.377 H.;εἰπέ μοι τὸν λ. τοῦ Αἴας Αἴαντος, τουτέστι τὸν κανόνα An.Ox. 4.328
.1 plea, pretext, ground, ἐκ τίνος λ.; A.Ch. 515;ἐξ οὐδενὸς λ. S.Ph. 731
;ἀπὸ παντὸς λ. Id.OC 762
;χὠ λ. καλὸς προσῆν Id.Ph. 352
;σὺν ἀφανεῖ λ. Id.OT 657
(lyr., v.l. λόγων); ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59
;ἐπὶ τοιούτῳ λ. Hdt.6.124
; κατὰ τίνα λ.; on what ground? Pl.R. 366b; οὐδὲ πρὸς ἕνα λ. to no purpose, Id.Prt. 343d; ἐπὶ τίνι λ.; for what reason? X.HG2.2.19; τὸν λ. τοῦτον this ground of complaint, Aeschin.3.228; τίνι δικαίῳ λ.; what just cause is there? Pl.Grg. 512c; τίνι λ.; on what account? Act.Ap.10.29; κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν reason would that.., ib.18.14; λ. ἔχειν, with personal subject, εἶχον ἄν τινα λ. I (i.e. my conduct) would have admitted of an explanation, Pl.Ap. 31b; τὸν ὀρθὸν λ. the true explanation, ib. 34b.b plea, case, in Law or argument (cf. VIII. I), τὸν ἥττω λ. κρείττω ποιεῖν to make the weaker case prevail, ib. 18b, al., Arist.Rh. 1402a24, cf. Ar.Nu. 1042 (pl.); personified, ib. 886, al.;ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λ. Pl.Phlb. 38a
;ἀνοίσεις τοὺς λ. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXXEx.18.19
; ἐχειν λ. πρός τινα to have a case, ground of action against.., Act.Ap.19.38.2 statement of a theory, argument, οὐκ ἐμεῦ ἀλλὰ τοῦ λ. ἀκούσαντας prob. in Heraclit.50; λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης discourse and reflection on reality, Parm.8.50; δηλοῖ οὗτος ὁ λ. ὅτι .. Democr.7; οὐκ ἔχει λόγον it is not arguable, i.e. reasonable, S.El. 466, Pl.Phd. 62d, etc.;ἔχει λ. D.44.32
;οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λ. E.Ba. 202
;δίκασον.. τὸν λ. ἀκούσας Pl.Lg. 696b
; personified, φησὶ οὗτος ὁ λ. ib. 714d, cf. Sph. 238b, Phlb. 50a; ὡς ὁ λ. (sc. λέγει) Arist.EN 1115b12; ὡς ὁ λ. ὁ ὀρθὸς λέγει ib. 1138b20, cf. 29;ὁ λ. θέλει προσβιβάζειν Phld.Rh.1.41
, cf.1.19 S.; ;λ. καθαίρων Aristo Stoic.1.88
; λόγου τυγχάνειν to be explained, Phld.Mus.p.77 K.; ὁ τὸν λ. μου ἀκούων my teaching, Ev.Jo.5.24; ὁ προφητικὸς λ., collect., of VT prophecy, 2 Ep.Pet.1.19: pl.,ὁκόσων λόγους ἤκουσα Heraclit.108
;οὐκ ἐπίθετο τοῖς ἐμοῖς λ. Ar.Nu.73
; of arguments leading to a conclusion ([etym.] ὁ λ.), Pl. Cri. 46b;τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία γέμει τούτων τῶν λ. Id.Ap. 26d
; λ. ἀπὸ τῶν ἀρχῶν, ἐπὶ τὰς ἀρχάς, Arist.EN 1095a31; συλλογισμός ἐστι λ. ἐν ᾧ τεθέντων τινῶν κτλ. Id.APr. 24b18; λ. ἀντίτυπός τε καὶ ἄπορος, of a self-contradictory theory, Plot.6.8.7.b ὁ περὶ θεῶν λ., title of a discourse by Protagoras, D.L.9.54; ὁ Ἀχιλλεὺς λ., name of an argument, ib.23;ὁ αὐξόμενος λ. Plu.2.559b
; καταβάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras, S.E.M.7.60;λ. σοφιστικοί Arist.SE 165a34
, al.;οἱ μαθηματικοὶ λ. Id.Rh. 1417a19
, etc.; οἱ ἐξωτερικοὶ λ., current outside the Lyceum, Id.Ph. 217b31, al.; Δισσοὶ λ., title of a philosophical treatise (= Dialex.); Λ. καὶ Λογίνα, name of play of Epicharmus, quibble, argument, personified, Ath.8.338d.c in Logic, proposition, whether as premiss or conclusion,πρότασίς ἐστι λ. καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr. 24a16
.d rule, principle, law, as embodying the result of λογισμός, Pi.O.2.22, P.1.35, N.4.31;πείθεσθαι τῷ λ. ὃς ἄν μοι λογιζομένῳ βέλτιστος φαίνηται Pl.Cri. 46b
, cf. c; ἡδονὰς τοῖς ὀρθοῖς λ. ἑπομένας obeying right principles, Id.Lg. 696c; προαιρέσεως [ἀρχὴ] ὄρεξις καὶ λ. ὁ ἕνεκά τινος principle directed to an end, Arist.EN 1139a32; of the final cause,ἀρχὴ ὁ λ. ἔν τε τοῖς κατὰ τέχνην καὶ ἐν τοῖς φύσει συνεστηκόσιν Id.PA 639b15
; ἀποδιδόασι τοὺς λ. καὶ τὰς αἰτίας οὗ ποιοῦσι ἑκάστου ib.18; [τέχνη] ἕξις μετὰ λ. ἀληθοῦς ποιητική Id.EN 1140a10
; ὀρθὸς λ. true principle, right rule, ib. 1144b27, 1147b3, al.; κατὰ λόγον by rule, consistently,ὁ κατὰ λ. ζῶν Pl.Lg. 689d
, cf. Ti. 89d; τὸ κατὰ λ. ζῆν, opp. κατὰ πάθος, Arist.EN 1169a5; κατὰ λ. προχωρεῖν according to plan, Plb.1.20.3.3 law, rule of conduct,ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ Heraclit.72
;πολλοὶ λόγον μὴ μαθόντες ζῶσι κατὰ λόγον Democr.53
; δεῖ ὑπάρχειν τὸν λ. τὸν καθόλου τοῖς ἄρχουσιν universal principle, Arist.Pol. 1286a17;ὁ νόμος.. λ. ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ Id.EN 1180a21
; ὁ νόμος.. ἔμψυχος ὢν ἑαυτῷ λ. conscience, Plu. 2.780c; τὸν λ. πρόχειρον ἔχειν precept, Phld.Piet.30, cf. 102;ὁ προστακτικὸς τῶν ποιητέων ἢ μὴ λ. κοινός M.Ant.4.4
.4 thesis, hypothesis, provisional ground, ὡς ἂν εἰ λέγοι λόγον maintain a thesis, Pl. Prt. 344b; ὑποθέμενος ἑκάστοτε λ. provisionally assuming a proposition, Id.Phd. 100a; τὸν τῆς ὁμοιότητος λ. hypothesis of equivalence, Arist.Cael. 296a20.5 reason, ground,πάντων γινομένων κατὰ τὸν λ. τόνδε Heraclit.1
;οὕτω βαθὺν λ. ἔχει Id.45
; ἐκ λόγου, opp. μάτην, Leucipp. 2;μέγιστον σημεῖον οὗτος ὁ λ. Meliss.8
; [ἐμπειρία] οὐκ ἔχει λ. οὐδένα ὧν προσφέρει has no grounds for.., Pl.Grg. 465a; μετὰ λόγουτε καὶ ἐπιστήμης θείας Id.Sph. 265c
; ἡ μετα λόγου ἀληθὴς δόξα ([etym.] ἐπιστήμη) Id.Tht. 201c; λόγον ζητοῦσιν ὧν οὐκ ἔστι λ. proof, Arist. Metaph. 1011a12;οἱ ἁπάντων ζητοῦντες λ. ἀναιροῦσι λ. Thphr.Metaph. 26
.6 formula (wider than definition, but freq. equivalent thereto), term expressing reason,λ. τῆς πολιτείας Pl.R. 497c
; ψυχῆς οὐσία τε καὶ λ. essential definition, Id.Phdr. 245e;ὁ τοῦ δικαίου λ. Id.R. 343a
; τὸν λ. τῆς οὐσίας ib. 534b, cf. Phd. 78d;τὰς πολλὰς ἐπιστήμας ἑνὶ λ. προσειπεῖν Id.Tht. 148d
;ὁ τῆς οἰκοδομήσεως λ. ἔχει τὸν τῆς οἰκίας Arist. PA 646b3
;τεθείη ἂν ἴδιον ὄνομα καθ' ἕκαστον τῶν λ. Id.Metaph. 1006b5
, cf. 1035b4;πᾶς ὁρισμὸς λ. τίς ἐστι Id.Top. 102a5
; ἐπὶ τῶν σχημάτων λ. κοινός generic definition, Id.de An. 414b23; ἀκριβέστατος λ. specific definition, Id.Pol. 1276b24;πηγῆς λ. ἔχον Ph.2.477
; τὸ ᾠὸν οὔτε ἀρχῆς ἔχει λ. fulfils the function of.., Plu.2.637d; λ. τῆς μίξεως formula, i. e. ratio (cf. supr. II) of combination, Arist.PA 642a22, cf. Metaph. 993a17.7 reason, law exhibited in the world-process, κατὰ λόγον by law,κόσμῳ πάντα καὶ κατὰ λ. ἔχοντα Pl.R. 500c
; κατ τὸν < αὐτὸν αὖ> λ. by the same law, Epich.170.18;ψυχῆς τὸ πᾶν τόδε διοικούσης κατὰ λ. Plot.2.3.13
; esp. in Stoic Philos., the divine order,τὸν τοῦ παντὸς λ. ὃν ἔνιοι εἱμαρμένην καλοῦσιν Zeno Stoic.1.24
; τὸ ποιοῦν τὸν ἐν [τῇ ὕλῃ] λ. τὸν θεόν ibid., cf. 42;ὁ τοῦ κόσμου λ. Chrysipp.Stoic.2.264
; λόγος, = φύσει νόμος, Stoic.2.169;κατὰ τὸν κοινὸν θεοῖς καὶ ἀνθρώποις λ. M.Ant.7.53
;ὁ ὀρθὸς λ. διὰ πάντων ἐρχόμενος Chrysipp.Stoic.3.4
: so in Plot.,τὴν φύσιν εἶναι λόγον, ὃς ποιεῖ λ. ἄλλον γέννημα αὑτοῦ 3.8.2
.b σπερματικὸς λ. generative principle in organisms,ὁ θεὸς σπ. λ. τοῦ κόσμου Zeno Stoic.1.28
: usu. in pl., Stoic. 2.205,314,al.;γίνεται τὰ ἐν τῷ παντὶ οὐ κατὰ σπερματικούς, ἀλλὰ κατὰ λ. περιληπτικούς Plot.3.1.7
, cf.4.4.39: so withoutσπερματικός, ὥσπερ τινὲς λ. τῶν μερῶν Cleanth.Stoic.1.111
;οἱ λ. τῶν ὅλων Ph.1.9
.c in Neo-Platonic Philos., of regulative and formative forces, derived from the intelligible and operative in the sensible universe,ὄντων μειζόνων λ. καὶ θεωρούντων αὑτοὺς ἐγὼ γεγέννημαι Plot.3.8.4
;οἱ ἐν σπέρματι λ. πλάττουσι.. τὰ ζῷα οἷον μικρούς τινας κόσμους Id.4.3.10
, cf.3.2.16,3.5.7; opp. ὅρος, Id.6.7.4;ἀφανεῖς λ. τῆς φύσεως Procl.
in R.1.18 K.; τεχνικοὶ λ. ib.142 K., al.IV inward debate of the soul (cf.λ. ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται Pl.Tht. 189e
( διάλογος in Sph. 263e); ὁ ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ ἔσω λ. (opp. ὁ ἔξω λ.), Arist.APo. 76b25, 27; ὁ ἐνδιάθετος, opp. ὁ προφορικὸς λ., Stoic.2.43, Ph.2.154),1 thinking, reasoning, τοῦ λ. ἐόντος ξυνοῦ, opp. ἰδία φρόνησις, Heraclit. 2; κρῖναι δὲ λόγῳ.. ἔλεγχον test by reflection, Parm.1.36; reflection, deliberation (cf. VI.3),ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος Hdt.1.209
, cf. 34, S.OT 583, D.45.7; μὴ εἰδέναι.. μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ neither by reasoning nor by experience, Anaxag.7;ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ' οὔ Pl.R. 529d
, cf. Prm. 135e;ὁ λ. ἢ ἡ αἴσθησις Arist.EN 1149a35
,al.; αὐτῷ μόνον τῷ λ. πιστεύειν (opp. αἰσθήσεις), of Parmenides and his school, Aristocl. ap. Eus.PE14.17: hence λόγῳ or τῷ λ. in idea, in thought,τῷ λ. τέμνειν Pl.R. 525e
; τῷ λ. δύο ἐστίν, ἀχώριστα πεφυκότα two in idea, though indistinguishable in fact, Arist. EN 1102a30, cf. GC 320b14, al.; λόγῳ θεωρητά mentally conceived, opp. sensibly perceived, Placit.1.3.5, cf. Demetr.Lac.Herc.1055.20;τοὺς λ. θεωρητοὺς χρόνους Epicur.Ep.1p.19U.
; διὰ λόγου θ. χ. ib.p.10 U.;λόγῳ καταληπτός Phld.Po.5.20
, etc.; ὁ λ. οὕτω αἱρέει analogy proves, Hdt.2.33; ὁ λ. or λ. αἱρέει reasoning convinces, Id.3.45,6.124, cf. Pl.Cri. 48c (but, our argument shows, Lg. 663d): also c. acc. pers., χρᾶται ὅ τι μιν λ. αἱρέει as the whim took him, Hdt.1.132; ἢν μὴ ἡμέας λ. αἱρῇ unless we see fit, Id.4.127, cf. Pl.R. 607b; later ὁ αἱρῶν λ. ordaining reason, Zeno Stoic.1.50, M.Ant.2.5, cf. 4.24, Arr.Epict. 2.2.20, etc.: coupled or contrasted with other functions, καθ' ὕπνον ἐπειδὴ λόγου καὶ φρονήσεως οὐ μετεῖχε since reason and understanding are in abeyance, Pl.Ti. 71d; μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης, opp. αἰτία αὐτομάτη, of Nature's processes of production, Id.Sph. 265c; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν embraced by thought with reflection, opp. μετ' αἰσθήσεως ἀλόγου, Id.Ti. 28a; τὸ μὲν ἀεὶ μετ' ἀληθοῦς λ., opp. τὸ δὲ ἄλογον, ib. 51e, cf. 70d, al.;λ. ἔχων ἑπόμενον τῷ νοεῖν Id.Phlb. 62a
; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀρθὸς λ. scientific knowledge and right process of thought, Id.Phd. 73a;πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἐπιστήμη τῶν καθόλου Arist.Metaph. 1059b26
;τὸ λόγον ἔχον Id.EN 1102b15
, 1138b9, al.: in sg. and pl., contrasted by Pl. and Arist. as theory, abstract reasoning with outward experience, sts. with depreciatory emphasis on the former,εἰς τοὺς λ. καταφυγόντα Pl.Phd. 99e
; τὸν ἐν λόγοις σκοπούμενον τὰ ὄντα, opp. τὸν ἐν ἔργοις (realities), ib. 100a;τῇ αἰσθήσει μᾶλλον τῶν λ. πιστευτέον Arist.GA 760b31
; γνωριμώτερα κατὰ τὸν λ., opp. κατὰ τὴν αἴσθησιν, Id.Ph. 189a4; ἐκ τῶν λ. δῆλον, opp. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς, Id.Mete. 378b20; ἡ τῶν λ. πίστις, opp. ἐκ τῶν ἔργων φανερόν, Id.Pol. 1326a29;ἡ πίστις οὐ μόνον ἐπὶ τῆς αἰσθήσεως ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ λ. Id.Ph. 262a19
;μαρτυρεῖ τὰ γιγνόμενα τοῖς λ. Id.Pol. 1334a6
; ὁ μὲν λ. τοῦ καθόλου, ἡ δὲ αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος explanation, opp. perception, Id.Ph. 189a7; ἔσονται τοῖς λ. αἱ πράξεις ἀκόλουθοι theory, opp. practice, Epicur.Sent.25; in Logic, of discursive reasoning, opp. intuition, Arist.EN 1142a26, 1143b1; reasoning in general, ib. 1149a26; πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἀπόδειξις all reasoning and demonstration, Id.Metaph. 1063b10;λ. καὶ φρόνησιν Phld.Mus.p.105
K.; ὁ λ. ἢ λογισμός ibid.; τὸ ἰδεῖν οὐκέτι λ., ἀλλὰ μεῖζον λόγου καὶ πρὸ λόγου, of mystical vision, opp. reasoning, Plot.6.9.10.—Phrases, κατὰ λ. τὸν εἰκότα by probable reasoning, Pl.Ti. 30b;οὔκουν τόν γ' εἰκότα λ. ἂν ἔχοι Id.Lg. 647d
; παρὰ λόγον, opp. κατὰ λ., Arist.Rh.Al. 1429a29, cf. EN 1167b19; cf. παράλογος (but παρὰ λ. unexpectedly, E.Ba. 940).2 reason as a faculty, ὁ λ. ἀνθρώπους κυβερνᾷ [Epich.] 256; [θυμοειδὲς] τοῦ λ. κατήκοον Pl.Ti. 70a
; [θυμὸς] ὑπὸ τοῦ λ. ἀνακληθείς Id.R. 440d
; σύμμαχον τῷ λ. τὸν θυμόν ib. b;πειθαρχεῖ τῷ λ. τὸ τοῦ ἐγκρατοῦς Arist. EN 1102b26
; ἄλλο τι παρὰ τὸν λ. πεφυκός, ὃ μάχεται τῷ λ. ib.17;ἐναντίωσις λόγου πρὸς ἐπιθυμίας Plot.4.7.13(8)
;οὐ θυμός, οὐκ ἐπιθυμία, οὐδὲ λ. οὐδέ τις νόησις Id.6.9.11
: freq. in Stoic. Philos. of human Reason, opp. φαντασία, Zeno Stoic.1.39; opp. φύσις, Stoic.2.206; οὐ σοφία οὐδὲ λ. ἐστὶν ἐν [τοῖς ζῴοις] ibid.;τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὡς λ. ἔχων λ. μὴ ἔχουσι χρῶ M.Ant.6.23
;ὁ λ. κοινὸν πρὸς τοὺς θεούς Arr.Epict. 1.3.3
;οἷον [εἰκὼν] λ. ὁ ἐν προφορᾷ λόγου τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ αὐτὴ λ. νοῦ Plot.5.1.3
; τὸ τὸν λ. σχεῖν τὴν οἰκείαν ἀρετήν (sc. εὐδαιμονίαν) Procl.in Ti.3.334 D.; also of the reason which pervades the universe, θεῖος λ. [Epich.] 257;τὸν θεῖον λ. καθ' Ἡράκλειτον δι' ἀναπνοῆς σπάσαντες νοεροὶ γινόμεθα S.E.M.7.129
(cf. infr. x).b creative reason,ἀδύνατον ἦν λόγον μὴ οὐκ ἐπὶ πάντα ἐλθεῖν Plot.3.2.14
;ἀρχὴ οὖν λ. καὶ πάντα λ. καὶ τὰ γινόμενα κατ' αὐτόν Id.3.2.15
;οἱ λ. πάντες ψυχαί Id.3.2.18
.2 legend,ἱρὸς λ. Hdt.2.62
, cf. 47, Pi.P.3.80 (pl.);συνθέντες λ. E.Ba. 297
;λ. θεῖος Pl.Phd. 85d
; ἱεροὶ λ., of Orphic rhapsodies, Suid. S.V. Ὀρφεύς.3 tale, story,ἄλλον ἔπειμι λ. Xenoph. 7.1
, cf. Th.1.97, etc.;συνθέτους λ. A.Pr. 686
; σπουδὴν λόγου urgent tidings, E.Ba. 663; ἄλλος λ. 'another story', Pl.Ap. 34e; ὁμολογούμενος ὁ λ. ἐστίν the story is consistent, Isoc.3.27: pl., histories,ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λ. Hdt.1.184
, cf. 106, 2.99; so in sg., a historical work, Id.2.123, 6.19,7.152: also in sg., one section of such a work (like later βίβλος), Id.2.38,6.39, cf. VI.3d; so in pl.,ἐν τοῖσι Λιβυκοῖσι λ. Id.2.161
, cf. 1.75,5.22,7.93, 213;ἐν τῷ πρώτῳ τῶν λ. Id.5.36
; ὁ πρῶτος λ., of St. Luke's gospel, Act.Ap.1.1: in Pl., opp. μῦθος, as history to legend, Ti. 26e; , cf. Grg. 523a (but μῦθον λέγειν, opp. λόγῳ ( argument)διεξελθεῖν Prt. 320c
, cf. 324d);περὶ λόγων καὶ μύθων Arist.Pol. 1336a30
;ὁ λ... μῦθός ἐστι Ael.NA4.34
.4 speech, delivered in court, assembly, etc.,χρήσομαι τῇ τοῦ λ. τάξει ταύτῃ Aeschin.3.57
, cf. Arist.Rh. 1358a38;δικανικοὶ λ. Id.EN 1181a4
;τρία γένη τῶν λ. τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν Id.Rh. 1358b7
;τῷ γράψαντι τὸν λ. Thphr. Char.17.8
, cf.λογογράφος 11
; ἐπιτάφιος λ. funeral oration, Pl.Mx. 236b; esp. of the body of a speech, opp. ἐπίλογος, Arist.Rh. 1420b3; opp. προοίμιον, ib. 1415a12; body of a law, opp. proem, Pl.Lg. 723b; spoken, opp. written word,τὸν τοῦ εἰδότος λ. ζῶντα καὶ ἔμψυχον οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλόν τι Id.Phdr. 276a
; ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθεὶς [λ.] speech read from a roll, ib. 243c; published speech, D.C.40.54; rarely of the speeches in Tragedy ([etym.] ῥήσεις), Arist.Po. 1450b6,9.VI verbal expression or utterance (cf. λέγω (B) 111), rarely a single word, v. infr. b, never in Gramm. signf. of vocable ([etym.] ἔπος, λέξις, ὄνομα, ῥῆμα), usu. of a phrase, cf. IX. 3 (the only sense found in [dialect] Ep.).a pl., without Art., talk,τὸν ἔτερπε λόγοις Il.15.393
;αἱμύλιοι λ. Od.1.56
, h.Merc. 317, Hes.Th. 890, Op.78, 789, Thgn.704, A.R.3.1141; ψευδεῖς Λ., personified, Hes.Th. 229;ἀφροδίσιοι λ. Semon.7.91
;ἀγανοῖσι λ. Pi.P. 4.101
; ὄψον δὲ λ. φθονεροῖσιν tales, Id.N.8.21; σμικροὶ λ. brief words, S.Aj. 1268 (s.v.l.), El. 415; δόκησις ἀγνὼς λόγων bred of talk, Id.OT 681 (lyr.): also in sg., λέγ' εἴ σοι τῷ λ. τις ἡδονή speak if thou delightest in talking, Id.El. 891.b sg., expression, phrase,πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λ. Id.Ant. 1245
, cf. E.Hipp. 514;μυρίας ὡς εἰπεῖν λόγῳ Hdt.2.37
; μακρὸς λ. rigmarole, Simon.189, Arist.Metaph. 1091a8; λ. ἠρέμα λεχθεὶς διέθηκε τὸ πόρρω a whispered message, Plot.4.9.3; ἑνὶ λόγῳ to sum up, in brief phrase, Pl.Phdr. 241e, Phd. 65d; concisely, Arist. EN 1103b21 (but also, = ἁπλῶς, περὶ πάντων ἑνὶ λ. Id.GC 325a1): pl., λ. θελκτήριοι magic words, E.Hipp. 478; rarely of single words,λ. εὐσύνθετος οἷον τὸ χρονοτριβεῖν Arist.Rh. 1406a36
; οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λ. answered her not a word, Ev.Matt.15.23.c coupled or contrasted with words expressed or understood signifying act, fact, truth, etc., mostly in a depreciatory sense,λ. ἔργου σκιή Democr. 145
;ὥσπερ μικρὸν παῖδα λόγοις μ' ἀπατᾷς Thgn.254
; λόγῳ, opp. ἔργῳ, Democr.82, etc.;νηπίοισι οὐ λ. ἀλλὰ ξυμφορὴ διδάσκαλος Id.76
;ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι A.Pr. 338
, cf. S.El.59, OC 782;λόγῳ μὲν λέγουσι.. ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Hdt.4.8
;οὐ λόγων, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται, χαλκῶν δέ Herod.7.49
;οὔτε λ. οὔτε ἔργῳ Lys.9.14
; λόγοις, opp. ψήφῳ, Aeschin.2.33; opp. νόῳ, Hdt.2.100;οὐ λόγῳ μαθών E.Heracl.5
;ἐκ λόγων, κούφου πράγματος Pl.Lg. 935a
; λόγοισι εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα ib. 886e, cf. Luc.Anach.19;ἵνα μὴ λ. οἴησθε εἶναι, ἀλλ' εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Lycurg.23
, cf. D.30.34; opp. πρᾶγμα, Arist.Top. 146a4; opp. βία, Id.EN 1179b29, cf. 1180a5; opp. ὄντα, Pl.Phd. 100a; opp. γνῶσις, 2 Ep.Cor.11.6; λόγῳ in pretence, Hdt.1.205, Pl.R. 361b, 376d, Ti. 27a, al.; λόγου ἕνεκα merely as a matter of words,ἄλλως ἕνεκα λ. ἐλέγετο Id.Cri. 46d
; λόγου χάριν, opp. ὡς ἀληθῶς, Arist.Pol. 1280b8; but also, let us say, for instance, Id.EN 1144a33, Plb.10.46.4, Phld. Sign.29, M.Ant.4.32; λόγου ἕνεκα let us suppose, Pl.Tht. 191c; ἕως λόγου, μέχρι λ., = Lat. verbo tenus, Plb.10.24.7, Epict.Ench.16: sts. without depreciatory force, the antithesis or parallelism being verbal (cf. 'word and deed'),λόγῳ τε καὶ σθένει S.OC68
;ἔν τε ἔργῳ καὶ λ. Pl.R. 382e
, cf. D.S.13.101, Ev.Luc.24.19, Act.Ap.7.22, Paus.2.16.2; ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον, opp. τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων, Th. 1.22.2 common talk, report, tradition,ὡς λ. ἐν θνητοῖσιν ἔην Batr. 8
;λ. ἐκ πατέρων Alc.71
;οὐκ ἔστ' ἔτυμος λ. οὗτος Stesich.32
;διξὸς λέγεται λ. Hdt.3.32
;λ. ὑπ' Αἰγυπτίων λεγόμενος Id.2.47
; νέον [λ.] tidings, S.Ant. 1289 (lyr.); τὰ μὲν αὐτοὶ ὡρῶμεν, τὰ δὲ λόγοισι ἐπυνθανόμεθα by hearsay, Hdt.2.148: also in pl., ἐν γράμμασιν λόγοι κείμενοι traditions, Pl.Lg. 886b.b rumour,ἐπὶ παντὶ λ. ἐπτοῆσθαι Heraclit. 87
; αὐδάεις λ. voice of rumour, B.14.44; περὶ θεῶν διῆλθεν ὁ λ. ὅτι .. Th.6.46; λ. παρεῖχεν ὡς .. Plb.3.89.3; ἐξῆλθεν ὁ λ. οὗτος εῖς τινας ὅτι .. Ev.Jo.21.23, cf. Act.Ap.11.22; fiction, Ev.Matt.28.15.c mention, notice, description, οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν worth mentioning, Hdt.4.28, cf. Plb.1.24.8, etc.; ἔργα λόγου μέζω beyond expression, Hdt.2.35; κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου beyond description, Th. 2.50;μείζω ἔργα ἢ ὡς τῷ λ. τις ἂν εἴποι D.6.11
.d the talk one occasions, repute, mostly in good sense, good report, praise, honour (cf. supr. 1.4),πολλὰ φέρειν εἴωθε λ... πταίσματα Thgn.1221
;λ. ἐσλὸν ἀκοῦσαι Pi.I.5(4).13
;πλέονα.. λ. Ὀδυσσέος ἢ πάθαν Id.N.7.21
;ἵνα λ. σε ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπων ἀγαθός Hdt.7.5
, cf. 9.78; Τροίαν.. ἧς ἁπανταχοῦ λ. whose fame, story fills the world, E.IT 517;οὐκ ἂν ἦν λ. σέθεν Id.Med. 541
: less freq. in bad sense, evil report, λ. κακόθρους, κακός, S. Aj. 138 (anap.), E.Heracl. 165: pl., λόγους ψιθύρους πλάσσων slanders, S.Aj. 148 (anap.).e λ. ἐστί, ἔχει, κατέχει, the story goes, c. acc. et inf.,ἔστ τις λ. τὰν Ἀρετὰν ναίειν Simon.58.1
, cf. S.El. 417; λ. μὲν ἔστ' ἀρχαῖος ὡς .. Id.Tr.1; λ. alone, E.Heracl.35;ὡς λ. A.Supp. 230
, Pl. Phlb. 65c, etc.;λ. ἐστί Hdt.7.129
,9.26, al.;λ. αἰὲν ἔχει S.OC 1573
(lyr.); ὅσον ὁ λ. κατέχει tradition prevails, Th.1.10: also with a personal subject in the reverse construction. Κλεισθένης λ. ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι has the credit of.., Hdt.5.66, cf. Pl.Epin. 987b, 988b;λ. ἔχοντα σοφίας Ep.Col.2.23
, v.supr.1.4.3 discussion, debate, deliberation,πολλὸς ἦν ἐν τοῖσι λ. Hdt.8.59
;συνελέχθησαν οἱ Μῆδοι ἐς τὠυτὸ καὶ ἐδίδοσαν σφίσι λόγον, λέγοντες περὶ τῶν κατηκόντων Id.1.97
;οἱ Πελασγοὶ ἑωυτοῖσι λόγους ἐδίδοσαν Id.6.138
; ;οἱ περὶ τῆς εἰρήνης λ. Aeschin.2.74
; τοῖς ἔξωθεν λ. πεπλήρωκε τὸν λ. [Plato] has filled his dialogue with extraneous discussions, Arist.Pol. 1264b39;τὸ μῆκος τῶν λ. D.Chr.7.131
; μεταβαίνων ὁ λ. εἰς ταὐτὸν ἀφῖκται our debate, Arist.EN 1097a24; ὁ παρὼν λ. ib. 1104a11; θεῶν ὧν νῦν ὁ λ. ἐστί discussion, Pl.Ap. 26b, cf. Tht. 184a, M.Ant.8.32; τῷ λ. διελθεῖν, διϊέναι, Pl.Prt. 329c, Grg. 506a, etc.; τὸν λ. διεξελθεῖν conduct the debate, Id.Lg. 893a; ξυνελθεῖν ἐς λόγον confer, Ar.Eq. 1300: freq. in pl., ἐς λόγους συνελθόντες parley, Hdt. 1.82; ἐς λ. ἐλθεῖν τινι have speech with, ib.86;ἐς λ. ἀπικέσθαι τινί Id.2.32
;διὰ λόγων ἰέναι E.Tr. 916
;ἐμαυτῇ διὰ λ. ἀφικόμην Id.Med. 872
;ἐς λ. ἄγειν τινά X.HG4.1.2
;κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας Arist.EN 1170b12
.b right of discussion or speech, ἢ 'πὶ τῷ πλήθει λ.; S.OC 66; λ. αἰτήσασθαι ask leave to speak, Th.3.53;λ. διδόναι X.HG5.2.20
; οὐ προυτέθη σφίσιν λ. κατὰ τὸν νόμον ib.1.7.5;λόγου τυχεῖν D.18.13
, cf. Arist.EN 1095b21, Plb.18.52.1;οἱ λόγου τοὺς δούλους ἀποστεροῦντες Arist.Pol. 1260b5
;δοῦλος πέφυκας, οὐ μέτεστί σοι λόγου Trag.Adesp.304
;διδόντας λ. καὶ δεχομένους ἐν τῷ μέρει Luc.Pisc.8
: hence, time allowed for a speech,ἐν τῷ ἐμῷ λ. And.1.26
,al.;ἐν τῷ ἑαυτοῦ λ. Pl.Ap. 34a
;οὐκ ἐλάττω λ. ἀνήλωκε D.18.9
.c dialogue, as a form of philosophical debate,ἵνα μὴ μαχώμεθα ἐν τοῖς λ. ἐγώ τε καὶ σύ Pl. Cra. 430d
;πρὸς ἀλλήλους τοὺς λ. ποιεῖσθαι Id.Prt. 348a
: hence, dialogue as a form of literature,οἱ Σωκρατικοὶ λ. Arist.Po. 1447b11
, Rh. 1417a20; cf. διάλογος.d section, division of a dialogue or treatise (cf. v. 3),ὁ πρῶτος λ. Pl.Prm. 127d
; ὁ πρόσθεν, ὁ παρελθὼν λ., Id.Phlb. 18e, 19b;ἐν τοῖς πρώτοις λ. Arist.PA 682a3
; ἐν τοῖς περὶ κινήσεως λ. in the discussion of motion (i. e. Ph.bk.8), Id.GC 318a4;ἐν τῷ περὶ ἐπαίνου λ. Phld.Rh.1.219
; branch, department, division of a system of philosophy,τὴν φρόνησιν ἐκ τριῶν συνεστηκέναι λ., τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἠθικῶν καὶ τῶν λογικῶν Chrysipp.Stoic.2.258
.e in pl., literature, letters, Pl.Ax. 365b, Epin. 975d, D.H.Comp.1,21 (but, also in pl., treatises, Plu.2.16c);οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμώτατοι Hdn.6.1.4
; Λόγοι, personified, AP9.171 (Pall.).VII a particular utterance, saying:1 divine utterance, oracle, Pi.P.4.59;λ. μαντικοί Pl. Phdr. 275b
;οὐ γὰρ ἐμὸν ἐρῶ τὸν λ. Pl.Ap. 20e
;ὁ λ. τοῦ θεοῦ Apoc.1.2
,9.2 proverb, maxim, saying, Pi.N.9.6, A.Th. 218; ὧδ' ἔχει λ. ib. 225; τόνδ' ἐκαίνισεν λ. ὡς .. Critias 21, cf. Pl.R. 330a, Ev.Jo.4.37;ὁ παλαιὸς λ. Pl.Phdr. 240c
, cf. Smp. 195b, Grg. 499c, Lg. 757a, 1 Ep.Ti.1.15, Plu.2.1082e, Luc.Alex.9, etc.;τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο Herod.2.45
, cf. D.Chr.66.24, Luc.JTr.3, Alciphr.3.56, etc.: pl., Arist.EN 1147a21.4 express resolution, κοινῷ λ. by common consent, Hdt.1.141,al.; ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ' ᾧ τε .. on the following terms, Id.7.158, cf. 9.26;ἐνδέξασθαι τὸν λ. Id.1.60
, cf. 9.5; λ. ἔχοντες πλεονέκτην a greedy proposal, Id.7.158: freq. in pl., terms, conditions, Id.9.33, etc.5 word of command, behest, A.Pr.17,40 (both pl.), Pers. 363;ἀνθρώπους πιθανωτέρους ποιεῖν λόγῳ X.Oec.13.9
;ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ Ev.Matt.8.16
; οἱ δέκα λ. the ten Commandments, LXX Ex.34.28, Ph.1.496.VIII thing spoken of, subject-matter (cf. 111.1 b and 2),λ. τοῦτον ἐάσομεν Thgn.1055
; προπεπυσμένος πάντα λ. the whole matter, Hdt.1.21, cf. 111; τὸν ἐόντα λ. the truth of the matter, ib.95, 116; μετασχεῖν τοῦ λ. to be in the secret, ib. 127;μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λ. τοῦτον εῐπῃς Id.8.65
; τίς ἦν λ.; S.OT 684 ( = πρᾶγμα, 699); περί τινος λ. διελεγόμεθα subject, question, Pl.Prt. 314c; [τὸ προοίμιον] δεῖγμα τοῦ λ. case, Arist.Rh. 1415a12, cf. 111.1b; τέλος δὲ παντὸς τοῦ λ. ψηφίζονται the end of the matter was that.., Aeschin.3.124;οὐκ ἔστεξε τὸν λ. Plb.8.12.5
;οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λ. τούτῳ Act.Ap.8.21
;ἱκανὸς αὐτῷ ὁ λ. Pl.Grg. 512c
; οὐχ ὑπολείπει [Γοργίαν] ὁ λ. matter for talk, Arist.Rh. 1418a35;μηδένα λ. ὑπολιπεῖν Isoc.4.146
; πρὸς λόγον to the point, apposite,οὐδὲν πρὸς λ. Pl.Phlb. 42e
, cf. Prt. 344a;ἐὰν πρὸς λ. τι ᾖ Id.Phlb. 33c
; alsoπρὸς λόγου Id.Grg. 459c
(s. v.l.).b in Art, subject of a painting,ζωγραφίας λόγοι Philostr.VA 6.10
;λ. τῆς γραφῆς Id.Im.1.25
.IX expression, utterance, speech regarded formally, τὸ ἀπὸ [ψυχῆς] ῥεῦμα διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου λ., opp. διάνοια, Pl.Sph. 263e; intelligent utterance, opp. φωνή, Arist.Pol. 1253a14;λ. ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην Id.Int. 16b26
, cf. Diog.Bab.Stoic.3.213; ὅθεν (from the heart)ὁ λ. ἀναπέμπεται Stoic.2.228
, cf. 244; Protagoras was nicknamed λόγος, Hsch. ap. Sch.Pl.R. 600c, Suid.;λόγου πειθοῖ Democr.181
: in pl., eloquence, Isoc.3.3,9.11;τὴν ἐν λόγοις εὐρυθμίαν Epicur.Sent.Pal.5p.69
v. d. M.; λ. ἀκριβής precise language, Ar.Nu. 130 (pl.), cf. Arist.Rh. 1418b1;τοῦ μὴ ᾀδομένου λ. Pl.R. 398d
; ἡδυσμένος λ., of rhythmical language set to music, Arist.Po. 1449b25; ἐν παντὶ λ. in all manner of utterance, 1 Ep.Cor.1.5; ἐν λόγοις in orations, Arist.Po. 1459a13; λ. γελοῖοι, ἀσχήμονες, ludicrous, improper speech, Id.SE 182b15, Pol. 1336b14.2 of various modes of expression, esp. artistic and literary, ;ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς X.Cyr.1.4.25
, cf. Pl.Lg. 835b; prose, opp. ποίησις, Id.R. 390a; opp. ψιλομετρία, Arist.Po. 1448a11; opp. ἔμμετρα, ib. 1450b15 (pl.); τῷ λ. τοῦτο τῶν μέτρων (sc. τὸ ἰαμβεῖον)ὁμοιότατον εἶναι Id.Rh. 1404a31
; in full, ψιλοὶ λ. prose, ib. b33 (but ψιλοὶ λ., = arguments without diagrams, Pl.Tht. 165a); λ. πεζοί, opp. ποιητική, D.H.Comp.6; opp. ποιήματα, ib.15;κοινὰ καὶ ποιημάτων καὶ λόγων Phld.Po.5.7
; πεζὸς λ. ib.27, al.b of the constituents of lyric or dramatic poetry, words,τὸ μέλος ἐκ τριῶν.. λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
; opp. πρᾶξις, Arist.Po. 1454a18; dramatic dialogue, opp. τὰ τοῦ χοροῦ, ib. 1449a17.3 Gramm., phrase, complex term, opp. ὄνομα, Id.SE 165a13; λ. ὀνοματώδης noun- phrase, Id.APo. 93b30, cf. Rh. 1407b27; expression, D.H.Th.2, Demetr.Eloc.92.b sentence, complete statement, "ἄνθρωπος μανθάνει λόγον εἶναί φῃς.. ἐλάχιστόν τε καὶ πρῶτον Pl.Sph. 262c
;λ. αὐτοτελής A.D.Synt.3.6
, D.T.634.1; ῥηθῆναι λόγῳ to be expressed in a sentence, Pl.Tht. 202b; λ. ἔχειν to be capable of being so expressed, ib. 201e, cf. Arist.Rh. 1404b26.c language, τὰ τοῦ λ. μέρη parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.31, S.E.M.9.350, etc.;τὰ μόρια τοῦ λ. D.H.Comp.6
;μέρος λ. D.T.633.26
, A.D.Pron.4.6, al. (but ἓν μέρος <τοῦ cod.> λόγου one word, Id.Synt.340.10, cf. 334.22); περὶ τῶν στοιχείων τοῦ λ., title of work by Chrysippus.X the Word or Wisdom of God, personified as his agent in creation and world-government,ὁ παντοδύναμός σου λ. LXX Wi.18.15
;ὁ ἐκ νοὸς φωτεινὸς λ. υἱὸς θεοῦ Corp.Herm.1.6
, cf. Plu.2.376c; λ. θεοῦ δι' οὗ κατεσκευάσθη [ὁ κόσμος] Ph.1.162; τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας· ἡ δέ ἐστιν ὁ θεοῦ λ. ib.56; λ. θεῖος.. εἰκὼν θεοῦ ib. 561, cf. 501; τὸν τομέα τῶν συμπάντων [θεοῦ] λ. ib. 492; τὸν ἄγγελον ὅς ἐστι λ. ib. 122: in NT identified with the person of Christ,ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. Ev.Jo.1.1
, cf. 14, 1 Ep.Jo.2.7, Apoc.19.13;ὁ λ. τῆς ζωῆς 1 Ep.Jo.1.1
. -
17 φέρω
φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.Aἤφεραν IG3.1379
), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.φέρτε Il.9.171
; [ per.] 2sg. subj. ; [ per.] 3sg. subj.φέρῃσι Il.18.308
, Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.φερέμεν Il.9.411
, al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.φέρον 3.245
; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.II [tense] fut.οἴσω Il.7.82
, etc.; [dialect] Dor.οἰσῶ Theoc.3.11
; [ per.] 1pl.οἰσεῦμες Id.15.133
; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.οἶσε Od.22.106
, 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;οἰσέτω Il.19.173
, Od.8.255; [ per.] 3pl.οἰσόντων Antim.15
; inf.οἴσειν Pi.P.4.102
, [dialect] Ep.οἰσέμεν Od.3.429
,οἰσέμεναι Il.3.120
, Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.οἶσαι Ph.1.611
codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.οἴσομαι Il.22.217
, S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7
, al.): [tense] fut. [voice] Pass.οἰσθήσομαι D.44.45
, Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.προοῖσται Luc.Par.2
; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg. (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, butἤνεγκα S.El. 13
, E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dualδι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b
; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37
, al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg. , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg. (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; butἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33
, 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847
: subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg. , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, butἐνέγκοι Id.Fr.84
(anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf. , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.ἐνεγκών Pi.I.8(7).21
, S.El. 692, Th.6.56, etc.,ἐνέγκας IG22.1361.21
([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we findἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53
, and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper. ); [ per.] 2sg. , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg. , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b
, ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188
: part.ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131
, ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.ἔνεικε Od.21.178
, inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.ἀν-ένεικα Od.11.625
; [ per.] 2sg.ἀπ-ένεικας Il.14.255
; [ per.] 3sg.ἤνεικε Od.18.300
, al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.ἔνεικε Il.15.705
, al.; [ per.] 1pl.ἐνείκαμεν Od.24.43
; [ per.] 3pl.ἤνεικαν Hdt.3.30
, [dialect] Ep.ἔνεικαν Il.9.306
; imper. [ per.] 2sg.ἔνεικον Anacr.62.3
; [ per.] 2pl.,ἐνείκατε Od. 8.393
; [ per.] 3pl.ἐνεικάντων Schwyzer 688
B 3 (Chios, v B. C.); inf.ἐνεῖκαι Il.18.334
, Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.ἐνείκην Alc.Oxy.1788
Fr.15ii 20; part.ἐνείκας Il.17.39
, ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22
(Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.ἀν-ενείκατο Il.19.314
; [ per.] 3pl.ἠνείκαντο 9.127
, Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.ἐνεικάμενος Alc.35.4
.2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.ἤνικε IG42(1).121.110
(Epid., iv B. C.); Bi11 (Delph., iv B. C.);ἀν-ήνικε IG4.757A12
, al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl. Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49
(Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381
,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12
(2).526a5 (Eresus, iv B. C.).b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.εἴνιξαν IG7.2418.24
(Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.V other tenses: [tense] pf.ἐνήνοχα D.21.108
, 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12
, Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.ἠνέχθην X.An.4.7.12
and freq. in compds.; [dialect] Ion.ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66
, etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115
(Epid., iv B. C.); Hellenisticἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42
(iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111
(Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150
(Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53
(Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d
,εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340
;ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4
; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37
; [dialect] Att. [tense] plpf.προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20
; part.κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2
, Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)A [voice] Act.,I bear or carry a load,ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568
;μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303
;ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622
;χοάς A.Ch.15
;φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564
;χερσὶν φ. Id.Ant. 429
;φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14
; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς); ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531
(lyr.);γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581
, cf. Supp. 994;καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930
codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφονβάσιν φ. Id.Tr. 967
(lyr.).II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362
; πρόσω φ. ib. 369;εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444
, cf. Pl.Lg. 914b;πόδες φέρον Il.6.514
;πέδιλα τά μιν φέρον 24.341
, etc.; of horses, 2.838;ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232
, etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17
.b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.2 of wind, bear along, [πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26
; [σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330
, cf. 4.516, Il.19.378, etc.;ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300
, 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d
;φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023
, cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.III endure, suffer,λυγρά Od.18.135
;ἄτην Hdt.1.32
; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;ξυμφοράς Th.2.60
; ; also of food,ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21
; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2
: metaph.,ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a
.2 freq. with modal words,πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82
; ;ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31
;θυμῷ φ. Id.5.80
;χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13
: esp. with an Adv., [ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215
; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36
;αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104
;συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35
;ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d
, al.;εὐπετῶς φ. S.Fr. 585
, X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck) ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155
, cf. Ar.Th. 385, etc.;φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93
;ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a
: c. gen.,τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77
, cf. 2.62;ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21
, cf. Isoc.12.232;πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55
: c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.IV bring, fetch,εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196
;φ. ἄποινα Il.24.502
;ἄρνε 3
, 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;ἔντεα Il.18.191
;τόξα Od.21.359
; ; , etc.;γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131
:—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,ποδάνιπτρα Od.19.504
;οἶνον Alc.35
, cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282
; fetch, Od.2.410;χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470
.2 bring, offer, present,δῶρα Od.8.428
, etc.;μέλος Pi.P.2.3
; ;φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602
;πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31
; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572
, Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.b = ἄγω iv. 1,ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7
; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1
.3 bring, produce, cause, [ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31
;ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283
, cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132
, cf. 8.516; ;θάνατον φ. B.5.134
;τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c
; ;τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135
(lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13
(Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,παραδείγματα Isoc.7.6
, etc.;πάσας αἰτίας D.58.22
;ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10
:—[voice] Pass.,εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3
.4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;λόγον Pi.P.8.38
;ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781
, cf. Tr. 493;ἐπιστολήν X.Ages.8.3
: hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248
(troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,λόγους φ. E.Supp. 583
; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9
:—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);δασμόν X.An.5.5.10
; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19
;μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12
(but usu., receive, draw, pay,μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66
; ;αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17
, cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2
, cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35
.6 apply, refer, , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45
;ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7
, cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,φ. χορηγόν D.20.130
, 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.; (ii B. C.);τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13
, al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785
(lyr.).V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229
;ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110
; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139
;γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5
, cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91
; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4
; also of living beings,τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c
;ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1
; one's country,Hld.
2.29, Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (alsoἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202
); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25
; [τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9
;φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14
.VI carry off or away,Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302
;φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429
, 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;αἶγα λέοντε φ. 13.199
; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11
; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.ἄγω 1.3
), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37
;ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17
;κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10
(Tamynae, iv B. C.);αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128
; of a divorced wife,αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2
; φέρειν alone, rob, plunder, ;ἀλλήλους Th.1.7
; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759
:—[voice] Med. in same sense,ἔναρα Il.22.245
;πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856
;ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124
, cf. 15.378.3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308
;φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657
; ; ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651
;ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590
; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e
: also, receive one's due,φ. χάριν S.OT 764
; ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968
A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217
; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538; ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): henceοὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104
; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129; ; ;χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9
;φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2
; ;εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969
;δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638
;ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266
(lyr.);ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131
: generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97
: hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.VII abs., of roads or ways, lead to a place,ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122
, cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31
;ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15
; ;ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24
(but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.2 of a district or tract of country, stretch, extend to or towards, φέρειν ἐπί orἐς θάλασσαν Hdt.4.99
; ἐς τὴν μεσόγαιαν ib. 100;πρὸς νότον Id.7.201
; ἡ ἀπὸ δυσμῶν αὐτῆς (sc. τῆς Κιμβρικῆς)καὶ ἐπὶ τὸν Ἄλβιν φέρουσα Ptol.Geog.2.11.2
, cf. 3.3 metaph., lead to or towards, be conducive to,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
;τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90
; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991; : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)ταῦτα ποιέειν Hdt.3
. 134; soτὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31
;τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562
(lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d
; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.b point to, refer to a thing,ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120
; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159; , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;πρός τινας Pl.R. 538c
;ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120
; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79
: c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223
; use a word,οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6
, cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63
: more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e
; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104
(v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11
;κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60
(Pergam., ii B. C.); are in use,Ptol.
Geog.7.4.11; of literary works, to be in circulation,ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a
, cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.1 before another imper.,φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296
(anap.);φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534
;φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b
; soφέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127
.2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14
;φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4
;φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361
, cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300
.3 before a rhetorical question,φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571
;φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788
(anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phraseφέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218
;φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183
, cf. Antipho 5.36; alsoφ. δή Pl.Grg. 455a
, al.: usu. first in a sentence, butτὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c
, etc.5 φέρε c. inf., suppose, grant that..φ. λέγειν τινά Plu.2.98b
; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47
P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή); εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73
(Pall.).2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e
, cf. R. 345b; soὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24
; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8
.b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159
; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν
hurling themselves,Plb.
1.17.8;εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82
; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27
, cf. Ach.Tat.1.7;σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24
;τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3
, cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24
, cf. Per.7; , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456
B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513
, cf. 16.665, 17.131;τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798
, cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a
;πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d
;τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520
;ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c
;φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b
; simply, move, go,ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309
(anap.); , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.
ap. Aët.9.12;πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19
: metaph.,εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729
;πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b
, cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30
; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b
;ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89
.3 of voluntary and impulsive motion,ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172
; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37
;φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23
;ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59
;φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18
.II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074
;κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25
;εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17
; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60
;φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5
;χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6
; of euphonious writing,σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26
.2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3.
См. также в других словарях:
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
τριμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ. β. «νόμος τριμερής» μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
τριμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αποτελείται από τρία μέρη: Τριμερής διάσκεψη. 2. αυτός που συνάπτεται από τρία μέρη: Τριμερής ειρήνη. 3. (για λουλούδια), που όλα τα σπονδυλώματά του αποτελούνται από τρία μόρια (π.χ. τρία σέπαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek