-
1 ΜΈΡος
ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.
-
2 μέρος
μέρος, ους, τό (Pind., Hdt.+).① part, in contrast to the wholeⓐ gener. (Ocellus Luc. c. 12 τὸ πᾶν ἢ μέρος τι τοῦ παντός; Alex. Aphr., An. II 1 p. 13, 16 μ. ἐν ὅλῳ; Gen 47:24; Philo, Spec. Leg. 3, 189 τ. ὅλου κ. τῶν μερῶν al.; Ath. 12, 3 μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς τὸ πᾶν … δοκιμάζουσιν) w. the gen. of the whole τὸ ἐπιβάλλον μ. τῆς οὐσίας the part of the property that falls to me Lk 15:12 (SIG 346, 36 τὸ μέρος τὸ ἐπιβάλλον; 1106, 80). μ. τι τοῦ ἀγροῦ a part of the field Hs 5, 2, 2. δύο μέρη τῆς ῥάβδου two thirds of the stick (Thu. 1, 104, 2 τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν πρὸς τὸ τρίτον μέρος; SIG 975, 24f) Hs 8, 1, 12f; cp. 8, 5, 3ff; 8, 8, 4; 8, 9, 1. τὸ πλεῖστον μ. αὐτῶν 8, 2, 9; cp. 9, 7, 4 and 8, 1, 16. τὰ λοιπὰ μ. 8, 1, 15. Also without gen., when it is plain fr. the context how much of a contrast betw. part and whole is involved μὴ ἔχον μέρος τι σκοτεινόν with no dark part Lk 11:36; cp. J 19:23 (Jos., Ant. 1, 172 μέρη τέσσαρα ποιήσαντες); Ac 5:2; Rv 16:19; Hv 4, 3, 4f. Of the Christians ἐκλογῆς μ. a chosen portion fr. among all humankind 1 Cl 29:1.ⓑ specialized usesα. component, element τινὰ μέρη ἔχουσιν τ. ἀνομίας they still have certain elements of lawlessness Hv 3, 6, 4b.β. of parts of the body (Diod S 32, 12, 1 τὰ τοῦ σώματος μέρη; Dio Chrys. 16 [33], 62; Plut., Mor. 38a μ. τ. σώματος; Artem. 3, 51 al.; Herodian 8, 4, 10; PRyl 145, 14 [38 A.D.]; PGM 4, 2390; 2392; Tat. 16, 1) fig., of the body whose head is Christ Eph 4:16 (on the text s. μέλος 2; for the idea σῶμα, end).γ. τὰ μέρη the parts (of a geographical area), region, district (Herodian 6, 5, 7; Jos., Ant. 12, 234; B-D-F §141, 2; s. Rob. 408) τῆς Γαλιλαίας Mt 2:22. τὰ μ. τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην Ac 2:10; cp. 20:2. Also of a district in or around a city (cp. UPZ 180b, 8 [113 B.C.] οἰκίας τῆς οὔσης ἐν τῷ ἀπὸ νότου μέρει Διὸς πόλεως) τὰ μ. Τύρου καὶ Σιδῶνος the district of Tyre and Sidon Mt 15:21; cp. 16:13; Mk 8:10; J 6:1 D; Ac 7:43 D. τὰ ἀνωτερικὰ μέρη the upper (=inland) regions, interior (cp. PHamb 54 I, 14 τὰ ἄνω μέρη of the upper Nile valley) Ac 19:1.—Eph 4:9 (s. κατώτερος).δ. side (Diod S 2, 9, 3 ἐφʼ ἑκάτερον μέρος=on both sides; Ex 32:15; 1 Macc 9:12; TestJud 5:4; Ath. 1, 4 τὸ ἕτερον … τῆς κεφαλῆς μέρος) Hs 9, 2, 3. τὰ δεξιὰ μ. on the right side, τὰ ἀριστερὰ μ. on the left side v 3, 1, 9; 3, 2, 1. Of a vessel τὰ δεξιὰ μ. τοῦ πλοίου the right side of the boat (as the lucky side? cp. Il. 12, 239; 13, 821 of a bird of omen) J 21:6 (of a body part POxy 3195, II 40, 43 [331 A.D.]). τὰ ἐξώτερα μ. τῆς οἰκοδομῆς the outside of the building Hs 9, 9, 3.—New Docs 3, 75.ε. piece ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος a piece of broiled fish Lk 24:42.—μ. τι λαμβάνειν take a portion Hv 3, 1, 6.ζ. party (Jos., Bell. 1, 143; POxy 1278, 24; PFlor 47, 17; PLond III, 1028, 18 p. 277 [VII A.D.] τοῦ πρασίνου μέρους=‘of the green party’) Ac 23:6. τινὲς τ. γραμματέων τ. μέρους τ. Φαρισαίων vs. 9.η. branch or line of business (cp. PFlor 89, 2 after Preisigke, Berichtigungsliste 1922, 147 τὰ μέρη τῆς διοικήσεως=‘the branches of the administration’) Ac 19:27.θ. matter, affair (Menand., Epitr. 234 S. [58 Kö.], Per. 297 S. [107 Kö.]; Diod S 2, 27, 1; Περὶ ὕψους 12, 5 [μέρη=objects]; Jos., Ant. 15, 61 τούτῳ τῷ μέρει; PRyl 127, 12 [29 A.D.] ἀναζητῆσαι ὑπὲρ τοῦ μέρους=‘begin an investigation concerning the matter’) ἐν τούτῳ τῷ μέρει in this case, in this matter (cp. Polyb. 18, 18, 2 τ. πίστιν ἐν τούτῳ τῷ μέρει διαφυλάττειν) 2 Cor 3:10; 9:3 (s. also ἐν μέρει in c below). Cp. 1 Pt 4:16 v.l.ⓒ used w. prepositions: ἀνὰ μέρος one after the other, in succession (s. ἀνά 2) 1 Cor 14:27.—ἀπὸ μέρους in part (Dio Chrys. 28 [45], 3; Ael. Aristid. 32, 4 K.=12 p. 135 D.; Ptolem., Apotel. 2, 10, 2; Epict. 1, 27, 17 διʼ ὅλων ἢ ἀ. μ.; PRyl 133, 17; BGU 1201, 15 [2 A.D.]; PTebt 402, 2; POxy 1681, 9; Just., A II, 10, 8 Χριστῷ … τῷ … ἄ. μ. γνωσθέντι) πώρωσις ἀ. μ. a partial hardening Ro 11:25. τολμηρότερον … ἀ. μ. very boldly on some points 15:15. καθὼς ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀ. μ. as you have understood us in part 2 Cor 1:14. Also for a while: ἀ. μ. ἐμπλησθῆναί τινος enjoy someone’s company for a while Ro 15:24; cp. 2 Cor 2:5 in some degree.—ἐκ μέρους in part, individually (Ael. Aristid. 54 p. 695 D.; 698; SIG 852, 30 … ὅλη, ἐκ μέρους δέ … ; PLond III, 1166, 14 p. 105 [42 A.D.]; BGU 538, 33; PRyl 233, 6; Philo, Mos. 2, 1 al.) individually 1 Cor 12:27. ἐκ μ. γινώσκειν know in part 13:9a, 12; cp. vs. 9b. τὸ ἐκ μ. what is ‘ in part’ = imperfect vs. 10.—ἐν μέρει in the matter of, with regard to (Antig. Car. 24; Diod S 20, 58, 5; Plut., Mor. 102e; Horapollo 1, 57 ἐν τροφῆς μέρει=‘as food’; GDI 5185, 30 [Crete] ἐν χάριτος μέρει; Philo, Det. Pot. Ins. 5 ἐν μέρει λόγου al.) ἐν μέρει ἑορτῆς with regard to a festival Col 2:16 (cp. ApcrEzk [Epiph. 70, 14] ἐν τῷ μέρει τῆς ἀδυναμίας ‘in connection with my disability’. See bθ above).—κατὰ μέρος part by part, in detail (ins [s. SIG ind. IV p. 444a]; PTebt 6, 24) περὶ ὧν οὐκ ἔστιν νῦν λέγειν κατὰ μέρος (κ. μ. of the detailed treatment of a subj. as Pla., Theaet. 157b, Soph. 246c; Polyb. 1, 4, 6; 3, 19, 11; 3, 28, 4; 10, 27, 7 λέγειν κ. μ.; Ptolem., Apotel. 2, 11, 7; 2 Macc 2:30; Jos., Ant. 12, 245) point by point Hb 9:5.—παρὰ μέρος to one side (Appian, Liby. 14 §55 γιγνόμενος παρὰ μ.=going to one side, Bell. Civ. 5, 81 §345; PGM 13, 438 βάλε παρὰ μέρος=‘put to one side’) ὁ λίθος ὑπεχώρησε παρὰ μ. the stone went back to one side GPt 9:37.ⓓ as adv. acc. μέρος τι in part, partly (Thu. 2, 64; 4, 30, 1; X., Eq. 1, 12; SIG 976, 65; 1240, 8 ἤτι μέρος ἢ σύμπαν; 3 Km 12:31) 1 Cor 11:18; τὸ πλεῖστον μ. for the most part (Menand., Fgm. 789 Kö.; Diod S 22, 10, 5) Hs 8, 5, 6; 8, 10, 1. τὸ πλεῖον μ. for the greater part v 3, 6, 4a.② share (Trag. et al.) μ. τι μεταδοῦναι ἀπό τινος give a share of someth. 1:5 (on μέρος ἀπό τινος cp. PStras 19, 5 [105 A.D.] τοῦ ὑπάρχοντος αὐτῷ μέρους ἑνὸς ἀπὸ μερῶν ἐννέα) δώσω αὐτοῖς … μέρος δικαιοσύνης μετὰ τῶν ἁγίων μου I will give them … a share of uprightness with my holy ones i.e. those rescued from perdition will enjoy the same redeemed status as those who are already in the divine presence ApcPt Rainer 6. ἔχειν μ. ἔν τινι have a share in someth. (cp. Synes., Ep. 58 p. 203a οὐκ ἔστι τῷ διαβόλῳ μέρος ἐν παραδείσῳ) Rv 20:6 (Dalman, Worte 103f). ἀφελεῖ ὁ θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς 22:19.— Place (Appian, Bell. Civ. 1, 34 §154 ἐν ὑπηκόων ἀντὶ κοινωνῶν εἶναι μέρει=to be in the place of subjects instead of partners) τὸ μ. αὐτῶν ἐν τ. λίμνῃ their place is in the lake Rv 21:8. ἔχειν μ. μετά τινος have a place with someone J 13:8. τὸ μ. τινὸς μετὰ τῶν ὑποκριτῶν τιθέναι assign someone a place among the dissemblers (hypocrites) Mt 24:51; cp. Lk 12:46. μετʼ αὐτῶν μοι τὸ μ. γένοιτο σχεῖν ἐν (v.l. παρὰ) θεῷ may I have my place with them in (or with) God IPol 6:1. τοῦ λαβεῖν μ. ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων MPol 14:2.—B. 934. DELG s.v. μείρομαι II. M-M. EDNT. TW. Sv. -
3 μέρος
A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc.;μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71
;ἔχει δόμων μ. E.Ph. 483
;κτεάνων μ. A.Ag. 1574
(anap.);συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11
; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.;λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol. 1295a3
; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.2 heritage, lot, destiny,μεθέξειν τάφου μ. A.Ag. 507
;ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant. 147
(anap.); τοῦτο γὰρ.. σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc. 474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.II one's turn,ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69
;μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173
; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for.., A.Ch. 827 (lyr.), cf. Pl.R. 540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag. 291.2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph. 478, Arist.Pol. 1287a17;κατὰ μέρος h.Merc.53
, Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht. 157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib. 182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch. 332 (lyr.), Eu. 198; by turns, in succession, Id.Ag. 332, 1192, Th.8.93;ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg. 819b
; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or. 452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg. 462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns,ἄρχειν Plu.Fab.10
, cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst. 206
(but also, partially, Alciphr.3.66).III the part one takes in a thing,μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT 1299
; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La. 180a.2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee,ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT 1509
, cf. Ant. 1062, Pl.Cri. 45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me,οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr. 1215
, cf. E.Heracl. 678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC 1366;τοὐκείνου μ. E.Hec. 989
: rarely,κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e
.IV part, opp. the whole,ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer. 399
, etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11;μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1
; τὰ δύο μ. two-thirds, ib. 104, Aeschin. 3.143, D.59.101;τρία μέρη.., τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17
J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν .. no fraction of.., i. e. infinitesimal compared with.., Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν.. τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk. 107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl. 127 (i A.D.);τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg. 795e
; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus,πρασίνων μ. POxy.145.2
(vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po. 1456b20, D.H.Comp. 2: more freq.μ. λόγου D.T.634.4
, A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι .. X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.b with Preps.,κατά τι μέρος Pl.Lg. 757e
;κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti. 86d
; ἐκ μέρους in part,γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9
(but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5;ἐπὶ μέρους Luc.
Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6;αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10
; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of.., consider as so and so, ;οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148
; alsoἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50
; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18;μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2
; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8;ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31
;ἐν χάριτος μ. Id.21.165
; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166;ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24
;ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R. 424d
; alsoεἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17
.4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).5 in Neo-Platonism, by way of species or element,ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam.Pr. 193
; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib. 176;πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot.3.6.18
. -
4 μέρος
μέρος, τό, (1) Teil, Anteil, so viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht teilhaftig; der Teil im Ggstz des Ganzen; τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Teil; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtenteils. (2) die Teilnahme an etwas, Gemeinschaft mit anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, ich für meinen Teil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft; ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so viel auf dich kommt, so viel an dir liegt; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, 'an deiner, meiner Stelle'; ἐν μέρει, der Reihe nach, einer nach dem anderen; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, alle der Reihe nach sollten sprechen; πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so viel auf seinen Anteil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder. (3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. 'in der Klasse, Abteilung' bedeutet u. im Deutschen oft durch 'als', 'für' zu übersetzen ist; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt; ἐν προςϑήκης μέρει, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für nichts gelten; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, als Wohltat anrechnen; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt -
5 μέρος
1 part, portion ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον ( ἐρδομένων coni. Er. Schmid: “ihren Anteil, der nach dem Herkommen geopfert wird”, Wil.) O. 8.77ἐν παισὶ νέοισι παῖς ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
c. gen.,τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος P. 3.98
“ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” P. 4.157 c. ordinal adj., παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας as eighth in line P. 4.65 Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων i. e. Medusa, one of the three Gorgon sisters P. 12.11ὃς ἀναίνετο αὐταρχεῖν πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱοῖσι Pae. 4.38
[ἐξοπίσω μέρος ἔσσεσθαι ( γέρας v. l.) O. 7.68] -
6 μέρος
Grammatical information: n.Compounds: Rarely as 1. element, e.g. μερ-άρχης m. `distributing official' (Att. inscr.), `commander of a military division' (hell.), very often as 2. part, e.g. πολυ-μερής `consisting of many parts' (Ti. Locr., Arist.).Derivatives: (s. also on μερίζω below) μερίς, - ίδος f. `part, distribution, contribution, plot of ground, district, class' (Att., hell.; on the meaning as against μέρος Chantraine Form. 345) with μερίδ-ιον (Arr.); as 1. member a. o. in μεριδ-άρχης m. `governor of a district' (pap., LXX). -- From μέρος also: μερίτης m. `participant' (D., Plb.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) with μεριτικός `belonging to the με-ρίτης' (Lyd.), ( συμ-)μεριτεύω, - ομαι `distribute(among themselves)' (LXX, pap.), with μεριτεία `distribution of property' (pap.); μερικός `concerning the part, individual, special' (Aristipp. ap. D. L.) with - κεύω `consider as individual' (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν μεριστικόν H.; μέρεια or - εία in ἐν τᾶι μερείᾱι (Tab. Heracl.; cf. Schwyzer 469). -- Denomin. (first from μέρος, but also from μερίς): μερίζω, Dor. - ίσδω, also mith prefix as ἐπι-, δια-, κατα-, `distribute', midd. `dictribute among one another, drive apart' (IA., Theoc., Bion) with ( ἐπι-, κατα-) μερισμός `dictribution' (Pl., Arist.), μέρισμα `part' (Orph.), κατα-, ἀνα-μέρισις `distribution' (Epicur.), ( συμ-)μεριστής `distributor' resp. `fellow-heir' (Ev. Luc., pap.), f. - ίστρια (sch.).Etymology: Verbal noun to μείρομαι `take one's share' (s. v.), perf. ἔμμορε `participate'; a supposition on νέμος (connected with νέμω `distribute') as example by Porzig Satzinhalte 264; the neutral σ-stems with ε-vowel were in general very productive (Schwyzer 512).Page in Frisk: 2,212Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέρος
-
7 μερος
- εος τό1) часть, доля(τὰ τοῦ σώματος μέρη Plat.; εἰς ἡμέρας μ. βραχύ Soph.)
μετέχειν τὸ μ. τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν Lys. — делить невзгоды и радости;τὸ τρίτον μ. Thuc. — треть;обычно в — дробях указывается только числитель, а знаменатель подразумевается большим на единицу:τὰ δύο μέρη Thuc. — две трети;τὰ ὀκτὼ μέρη Sext. — восемь девятых;κατὰ τὸ πολὺ μ. и μέγα μ. Plat. — в большой части, значительно;τὸ πλεῖστον μ. Diod. — большею частью;πρὸς μ. Dem. — соразмерно, пропорционально2) сторона, личностьτοὐμὸν μ. Eur. — что касается меня;
3) перен. часть, отношениеκατὰ или περὴ τοῦτο τὸ μ. и ἐν τούτῳ τῷ μέρει Polyb., NT. — в этом отношении
4) роль, значение, положение, тж. должность, местоἐν μέρει τινὸς τιθέναι (λαβεῖν, ποιεῖσθαί) τινα Plat. — считать кого-л. кем(чем)-л.;
ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Dem. — не иметь никакого значения;ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι Thuc. — выдвигаться на почетные места в зависимости от сословного положения;ἐν προσθήκης μέρει Dem. — в качестве придатка;ἐν ἀρετῆς μέρει τιθέναι τι Plat. — считать что-л. добродетелью;ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. — в насмешку;ἀγγέλου μ. Aesch. — служба гонца;5) черед, смена(ἐπεὴ δὲ αὐτῆς μ. ἐγένετο Her.)
ἐν (τῷ) μέρει Thuc., Plat., κατὰ μ. Thuc., ἀνὰ μ. Eur. и παρὰ μ. Arst. — по очереди, попеременно;καὴ ἐν τῷ μέρει καὴ παρὰ τὸ μ. Xen. — и в порядке очереди, и вне очереди6) воинская часть, подразделение, отряд Xen.ἐν τοῖς μέρεσι Aeschin. — (находящиеся) на действительной военной службе
7) pl. пределы, территория(τῆς Γαλιλαίας NT.)
-
8 μέρος
μέροςshare: neut nom /voc /acc sg -
9 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
-
10 μέρος
-ους + τό N 3 32-37-21-31-18=139 Gn 23,9; 47,24(bis); Ex 16,35; 25,26part Gn 47,24; part, piece (of land) Gn 23,9; the part facing in a particular direction, side Ex 32,15; border Ex 16,35; direction Jos 18,19; extremity, end (geogr.) Jos 15,2; end (of life) DnTh 11,45; μέρος in part (as adv.) 3 Mc 5,17ἐν μέρει in turn Jb 30,1; κατὰ μέρος in parts, in particular Prv 29,11; in pieces 2 Mc 15,33; μέρος μέν τι... μέρος δέ τι... part of..., part of...; in part..., in part... Dn 2,33; ἐν ἥττονι μέρει κείμενος weighing less, being held in lower esteem 2 Mc 15,18*DnTh 11,45 ἕως μέρους αὐτοῦ to his destiny, to his part-⋄קצת for MT ⋄קץ to his end, cpr. Dn 1,2;Cf. DORIVAL 1994, 265; HORSLEY 1983, 75; LE BOULLUEC 1989 260 (Ex 25,26). 270. 323 (Ex 32,15);LEE, J. 1972 39-42; 1983 72-76; WEVERS 1990 261. 403. 413. 422. 429. 604. 623; →LSJ RSuppl(Ex32,15); NIDNTT; TWNT -
11 μέρος
τὸ μέρος, ους доля, часть (ср. хим. полимеры) -
12 μέρος
{сущ., 43}часть, доля, участь, предел, страна, сторона.Ссылки: Мф. 2:22; 15:21; 16:13; 24:51; Мк. 8:10; Лк. 11:36; 12:46; 15:12; 24:42; Ин. 13:8; 19:23; 21:6; Деян. 2:10; 5:2; 19:1, 27; 20:2; 23:6, 9; Рим. 11:25; 15:15, 24; 1Кор. 11:18; 12:27; 13:9, 10, 12; 14:27; 2Кор. 1:14; 2:5; 3:10; 9:3; Еф. 4:9, 16; Кол. 2:16; Евр. 9:5; 1Пет. 4:16; Откр. 16:19; 20:6; 21:8; 22:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέρος
-
13 μέρος
{сущ., 43}часть, доля, участь, предел, страна, сторона.Ссылки: Мф. 2:22; 15:21; 16:13; 24:51; Мк. 8:10; Лк. 11:36; 12:46; 15:12; 24:42; Ин. 13:8; 19:23; 21:6; Деян. 2:10; 5:2; 19:1, 27; 20:2; 23:6, 9; Рим. 11:25; 15:15, 24; 1Кор. 11:18; 12:27; 13:9, 10, 12; 14:27; 2Кор. 1:14; 2:5; 3:10; 9:3; Еф. 4:9, 16; Кол. 2:16; Евр. 9:5; 1Пет. 4:16; Откр. 16:19; 20:6; 21:8; 22:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέρος
-
14 μέρος
часть, доля, участь, предел, страна, сторона.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέρος
-
15 μέρος
долючасть части доле доляΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέρος
-
16 μέρος
-
17 μέρος
[мэрос] ουσ. о. часть, участие, сторона,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέρος
-
18 μέρος
[мэрос] ουσ ο часть, участие, сторона. -
19 μέρος
1) endroit2) partie -
20 μέρος
1) miejsce (n) rzecz.2) miejscowość (f) rzecz.3) plac (m) rzecz.4) plama (f) rzecz.
См. также в других словарях:
μέρος — share neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου … Dictionary of Greek
κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… … Dictionary of Greek
μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)