Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁρμηϑέντες

См. также в других словарях:

  • ὁρμηθέντες — ὁρμάω set in motion aor part pass masc nom/voc pl (attic ionic) ὁρμέω to be moored aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OVIS Fera — Romanis dicta est Camelopardalis de qua supra: ovis scl. a mansuetudine morum, et sera διακριτικῶς. Bellonius ex αὐτοψίᾳ Observat. l. 2. c. 49. Animal mitius nullum est. est instar ovis. et quâvis aliâ ferâ gratior. Sed et in ipso ovium genere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξέλαση — η (AM ἐξέλασις) [εξελαύνω] νεοελλ. (μεταλργ.) κατεργασία εξαναγκασμού ψυχρής μεταλλικής ράβδου να περάσει από τρύπα ολκού μικρότερης διαμέτρου την οποία αποκτά και η διατομή τής ράβδου μσν. επίταξη για πολεμικούς σκοπούς αρχ. 1. έξωση, εξορία… …   Dictionary of Greek

  • κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»