-
1 μεσαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσαῖος
-
2 μεσαίος
1) intermediate2) medium3) middleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεσαίος
-
3 μεσαίων
μεσαῖοςmiddle: fem gen plμεσαῖοςmiddle: masc /neut gen pl -
4 μεσαιότερος
μεσαῖοςmiddle: masc nom comp sg -
5 μεσαία
μεσαίᾱ, μεσαῖοςmiddle: fem nom /voc /acc dualμεσαίᾱ, μεσαῖοςmiddle: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 μέσος
Grammatical information: adj.Meaning: `(being) in the middle, middle', of space, sime etc., τὸ μέσον `the middle' (Il.). Forms of somp.: μεσαί-τερος, - τατος (IA.; after παλαίτερος a.o.; Schwyzer 632), μέσ(σ)ατος (Il., Ar.; after ἔσχατος etc.), μεσσάτιος (Call.; like ἐσχάτιος), μεσάτιον name of a strap (Poll.; vgl. μέσαβον); μεσσότατος (A. R., Man.).Compounds: Very often as 1. member, e.g. μεσό-δμη, μεσ-ημβρία (s. vv.); also μεσαι-πόλιος `halfgrey, growing grey' (Ν 361; cf. e.g. μεσό-λευκος) like μεσαί-τερος not locatival, but metr. conditioned (Schwyzer 448).Derivatives: Also adjectives, partly stilistically formally enlarged, partly from (τὸ) μέσον: 1. μεσήεις = μέσος (M269; metr. enlargement at verse-end (after τιμήεις, τελήεις?), Risch $56e; see Debrunner Άντίδωρον 28 f. 2. μεσ(σ)ήρης = μέσος (E., Eratosth.; after ποδήρης a. o.). 3. μεσαῖος = μέσος (Antiph.; as τελευταῖος). 4. μεσάδιος `central' (Aeol. acc. to sch. D.T.; after διχθάδιος a. o., cf. also μεσάζω). 5. μεσίδιος `in the middle, equal' (Arist.); μεσίδιον n. `at a mediator deposed property' with - ιόω `make a deposite' (pap., inscr.). -- 6. μεσίτης m. `mediator, arbiter' (Redard 25 f., 260 n. 1) with - ιτεύω 'be a μ., balance', also `pawn' (Plb., pap., NT), - ιτεία `mediation, settlement, pawning' (J., pap.). 7. μέσης m. `wind between ἀπαρκτίας and καικίας' (Arist.; Schwyzer 461, Chantraine Form. 31), also μεσεύς = καικίας (Steph. in Hp.). -- 8. μεσότης, - ητος f. `middle, mediocre, moderation' (Pl., Arist.). -- 9. μεσακόθεν adv. `among, between' (Arcad. IVa), \< - αχόθεν after πανταχόθεν (Thurneysen Glotta 12, 146, Schwyzer 630); not with Bechtel Gött. Nachr. 1920, 244 to Goth. * midjunga in midjun[ga] gards. -- Denomin. verbs: 1. μεσόω `form the middle, be in...' (IA.); 2. μεσεύω `keep the mean, be neutral' (Pl. Lg., X., Arist.); 3. μεσάζω = μεσόω (LXX, D.S.). -- On μεσ(σ)ηγύς s. v.Origin: IE [Indo-European] [706] *medʰi̯o- `middle'Etymology: Old local adj., identical with Skt. mádhya-, Lat. medius, Germ., e.g. Goth. midjis, OHG mitti, IE *médhi̯os `in the middle'. More forms from several other languages in WP. 2, 261, Pok. 706f., W.-Hofmann s. medius, Mayrhofer s. mádhyaḥ, Feist Vgl. Wb. s. midjis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. mẽdis, Vasmer Russ. et. Wb. s. mežá. Supposition on the prehistory (adjectiv. of an adverb *médhi?; cf. μετά) also in Schwyzer 461 a. 627.Page in Frisk: 2,214-215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέσος
См. также в других словарях:
μεσαίος — α, ο (ΑM μεσαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στη μέση, ο μέσος νεοελλ. φρ. (κοινων.) «η μεσαία τάξη» το στρώμα το οποίο στη διάρθρωση τής κοινωνίας βρίσκεται ανάμεσα στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη τάξη μσν. αυτός… … Dictionary of Greek
μεσαίος — α, ο αυτός που βρίσκεται στη μέση: Έσπασα το μεσαίο μου δάχτυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσαίων — μεσαῖος middle fem gen pl μεσαῖος middle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιότερος — μεσαῖος middle masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
μεσαία — μεσαίᾱ , μεσαῖος middle fem nom/voc/acc dual μεσαίᾱ , μεσαῖος middle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται … Dictionary of Greek
κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek