Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ηκος

См. также в других словарях:

  • πωγωνομύρμηξ — ηκος, ο, Ν εντομολ. γένος υμενοπτέρων τής Αφρικής που φέρει οξύ και επικίνδυνο κεντρί και ανήκει στην οικογένεια μυρμηκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pogonomyrmex < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι»] …   Dictionary of Greek

  • σφήξ — ηκός, ὁ, ΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, ἡ, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α βλ. σφήκα …   Dictionary of Greek

  • τινακτοπήληξ — ηκος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο τής περικεφαλαίας του, σεισόλοφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, ηκος «περικεφαλαία»] …   Dictionary of Greek

  • φήληξ — ηκος, ὁ, Α ερινεός, αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί να έχει προέλθει από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα ή να έχει εισαχθεί στην Ελληνική ως δάνεια και η οποία εμφανίζει επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. ὅρπ ηξ). Η σύνδεση τού τ.… …   Dictionary of Greek

  • ψώμηξ — ηκος, ὁ, Α σκουλήκι που κατατρώει τις ρίζες τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός + επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. μύρμ ηξ, σκώλ ηξ)] …   Dictionary of Greek

  • κάρηξ — ηκος, ο βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»] …   Dictionary of Greek

  • πήληξ — ηκος, ἡ, Α 1. η περικεφαλαία 2. το λοφίο τού φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία] …   Dictionary of Greek

  • πίθηξ — ηκος, ὁ, Α 1. πίθηκος 2. νάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πίθηκος κατά το σχήμα φύλαξ: φύλακος] …   Dictionary of Greek

  • παρανάρθηξ — ηκος, ὁ, Μ ο πρόναος τών ναών, στενότερος από τον εσωνάρθηκα, στην ανατολική πτέρυγα τού αίθριου, ο εξωνάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νάρθηξ] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] …   Dictionary of Greek

  • σίληξ — ηκος, ὁ, Α βλ. σίληκας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»