-
1 ηκος
θώρηξ, ηκος: breast - plate, cuirass, corselet, Il. 11.19 ff. It was usually of bronze, consisting of two plates, γύαλα. (See adjacent cut, also cut No. 33.) The cuirass fitted closely to the body, and was cut square off at the waist; the shoulder - pieces (see cut) were drawn down by small chains and fastened to buttons in front; the metal plates were united by clasps (see cut No. 19); the upper part of the thighs was protected by the μίτρη, worn over the apron, ζῶμα, of leather or felt, and by its metal flaps, πτέρυγες (Nos. 12, 33, 79), or plates (Nos. 3 and 33); over the θώρηξ, μίτρη, and ζῶμα was bound the ζωστήρ (No. 3), below which projected the lower end of the χιτών (Nos. 3, 19, 33; cf. λινοθώρηξ and χιτών).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ηκος
-
2 μύρμηξ,-ηκος
-
3 σκώληξ,-ηκος
+ ὁ N 3 3-0-3-7-6=19 Ex 16,20.24; Dt 28,39; Is 14,11; 66,24Cf. HORSLEY 1983, 83; →TWNT -
4 αἰολοθώρηξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολοθώρηξ
-
5 βήρηξ
-
6 γαύρηξ
-
7 εὐθώρηξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθώρηξ
-
8 εὐόρπηξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐόρπηξ
-
9 εὐπήληξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπήληξ
-
10 Θρῇξ
-
11 θώραξ
θώραξ, ᾱκος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] θώρηξ, ηκος, [dialect] Aeol. [full] θόρραξ Alc.15 (codd. Ath.), ὁ:—A corslet,θ. χάλκεος Il.23.560
;παναίολος 11.374
;πολυδαίδαλος 4.136
, cf. 11.19, etc.; ;ἔξαιρε παῖ θώρακα.. τὸν χοᾶ Id.Ach. 1133
;θ... γυάλοισιν ἀρηρώς Il.15.529
( γύαλα expld. as front- and back-piece fastened with περόναι, Paus.10.26.5);θώρηκος γύαλον Il.5.99
; ὅθι διπλόος ἤντετο θ. 4.133;κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε 11.234
; linen jerkin (not worn by Homeric Greeks acc. to Sch.Il.2.529, but cf. λινοθώρηξ), θόρρακες νέω λίνω Alc.
l.c., cf. Hdt.2.182, 3.47, Chron.Lind.C.36, Paus.6.19.7.2 coat of mail, scale armour,θ. χρύσεος λεπιδωτός Hdt.9.22
, cf. 74;φολιδωτός Posidipp.26.7
, cf. Paus.1.21.6; of chain mail, v. ἁλυσιδωτός.II part covered by theθώραξ 1
, trunk, Hp. de Arte10, E.HF 1095, Arist.HA 493a5; ; sts. taken as extending below the midriff, Pl.Ti. 69e;ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων Arist.HA 491a30
, cf. PA 686b5, ἐν τῷ κάτω θώρακος χωρίῳ, of the abdominal cavity, Gal.16.448; but also of the chest, thorax, Arist.HA 493a17:—there is a play on signfs. 1 and 11 in Ar.V. 1194 sq. -
12 θώρηξ
-
13 καυάζοντα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυάζοντα
-
14 κάχληξ
-
15 κύβηνα
-
16 κώληξ
-
17 λεοντομύρμηξ
A half-lion, half-ant, Hdn.Gr.1.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντομύρμηξ
-
18 λινοθώραξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοθώραξ
-
19 μολυβδοτήξ
A melter of lead, Theognost.Can.40: [full] μολιβδοτήξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.291: [full] μολιβδότηξ, Anon. ap. eund.ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολυβδοτήξ
-
20 μύρμηξ
II fabulous animal in India, Hdt.3.102;οἱ χρυσωρύχοι μ. Str.2.1.9
;λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν Id.16.4.15
, cf. Agatharch. 69, Ael.NA3.4.III hidden rock in the sea, Lyc.878; esp. on the Thessalian coast between Sciathus and Magnesia, Hdt. 7.183; off Smyrna, Plin.HN5.119 (pl.).
См. также в других словарях:
πωγωνομύρμηξ — ηκος, ο, Ν εντομολ. γένος υμενοπτέρων τής Αφρικής που φέρει οξύ και επικίνδυνο κεντρί και ανήκει στην οικογένεια μυρμηκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pogonomyrmex < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι»] … Dictionary of Greek
σφήξ — ηκός, ὁ, ΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, ἡ, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α βλ. σφήκα … Dictionary of Greek
τινακτοπήληξ — ηκος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο τής περικεφαλαίας του, σεισόλοφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, ηκος «περικεφαλαία»] … Dictionary of Greek
φήληξ — ηκος, ὁ, Α ερινεός, αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί να έχει προέλθει από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα ή να έχει εισαχθεί στην Ελληνική ως δάνεια και η οποία εμφανίζει επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. ὅρπ ηξ). Η σύνδεση τού τ.… … Dictionary of Greek
ψώμηξ — ηκος, ὁ, Α σκουλήκι που κατατρώει τις ρίζες τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός + επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. μύρμ ηξ, σκώλ ηξ)] … Dictionary of Greek
κάρηξ — ηκος, ο βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»] … Dictionary of Greek
πήληξ — ηκος, ἡ, Α 1. η περικεφαλαία 2. το λοφίο τού φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία] … Dictionary of Greek
πίθηξ — ηκος, ὁ, Α 1. πίθηκος 2. νάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πίθηκος κατά το σχήμα φύλαξ: φύλακος] … Dictionary of Greek
παρανάρθηξ — ηκος, ὁ, Μ ο πρόναος τών ναών, στενότερος από τον εσωνάρθηκα, στην ανατολική πτέρυγα τού αίθριου, ο εξωνάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νάρθηξ] … Dictionary of Greek
πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] … Dictionary of Greek
σίληξ — ηκος, ὁ, Α βλ. σίληκας … Dictionary of Greek