-
1 μελικηρίς
μελικηρίςcyst: fem nom sg -
2 μελικηρίς
A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελικηρίς
-
3 μελικηρίδα
μελικηρίςcyst: fem acc sg -
4 μελικηρίδας
μελικηρίςcyst: fem acc pl -
5 μελικηρίδες
μελικηρίςcyst: fem nom /voc pl -
6 μελικηρίδι
μελικηρίςcyst: fem dat sg -
7 μελικηρίδος
μελικηρίςcyst: fem gen sg -
8 μελικηρίδων
μελικηρίςcyst: fem gen pl -
9 μελικηρίσι
μελικηρίςcyst: fem dat pl -
10 μελικηρίσιν
μελικηρίςcyst: fem dat pl -
11 κηρίον
A honeycomb, mostly in pl., h.Merc. 559, Hes.Th. 597, Hdt.5.114, etc.; κ. καὶ λίβανον, as offerings, Supp.Epigr.3.774 (Crete, i B.C.): sg., Pl.R. 552c, Theoc.19.2, IG5(2).514.14 (Lycosura, ii B.C.);τὸ κ. τοῦ μέλιτος LXX 1 Ki.14.27
; used in Medicine, Hp. Morb.2.45, 3.17; παιδίον κηρίῳ βεβυσμένον having its mouth stopped with a piece of honeycomb, Ar.Th. 506, cf. Sch. ad loc., Sor.1.86;κ. σφηκῶν Hdt.2.92
: κηρία, τά, honey, Hippon.36, Aristo ap.Ath.2.38f.2 metaph., of a book of poems, AP9.190: pl., title of Anthologies, Gell.Praef.6.3 metaph., of anything pleasant,τῆς ἐπιθυμίας τὸ κ. Lib.Ep.112.1
. -
12 μελίκηρα
II = μελικηρίς II, Pherecr.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίκηρα
-
13 μελικηρώδης
μελι-κηρώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελικηρώδης
См. также в других словарях:
μελικηρίς — μελικηρίς, ή (ΑM) 1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου 2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος τού κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι 3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι,… … Dictionary of Greek
μελικηρίς — cyst fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίδα — μελικηρίς cyst fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίδας — μελικηρίς cyst fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίδες — μελικηρίς cyst fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίδι — μελικηρίς cyst fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίδος — μελικηρίς cyst fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίδων — μελικηρίς cyst fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίσι — μελικηρίς cyst fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρίσιν — μελικηρίς cyst fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίκηρον — μελίκηρον, τὸ (Α) 1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα 2. είδος αμπέλου, μελικηρίς* («γεννᾱται δ ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους… … Dictionary of Greek