Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συμπτώματα

См. также в других словарях:

  • συμπτώματα — σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπτώματα — συμπτώματα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτώμαθ' — συμπτώματα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc pl συμπτώματι , σύμπτωμα anything that happens neut dat sg συμπτώματε , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτώματ' — συμπτώματα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc pl συμπτώματι , σύμπτωμα anything that happens neut dat sg συμπτώματε , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνόπαυση — Η μόνιμη διακοπή της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα. Είναι αποτέλεσμα της μόνιμης διακοπής της ωοθυλακιορρηξίας και, επομένως, και της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία όμως μπορεί να έχει προηγηθεί για διάστημα 12 18 μηνών. Γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • μανιοκατάθλιψη — Ψυχική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες διακυμάνσεις διάθεσης, ενεργητικότητας και απόδοσης. Ονομάζεται και διπολική διαταραχή Οι διακυμάνσεις αυτές είναι σαφώς εντονότερες από αυτές που παρουσιάζονται φυσιολογικά και μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»