-
1 άριστον
ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (epic)ἄ̱ριστον, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (attic)ἄριστοςbest: masc acc sgἄριστοςbest: neut nom /voc /acc sg——————ἄριστον, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (epic)ἄ̱ριστον, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (attic)ἄριστον, ἄριστοςbest: masc acc sgἄριστον, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc sg -
2 ἄριστον
ἄριστον, τό, Frühstück; verwandt ἠώς, ἦρι, αὔριον; bei den Att. das α in ἄριστον lang, bei Hom. kurz; ᾰ statt η ist Jonisch. Bei Hom., welcher das Wort zweimal hat, Iliad. 24, 124 Od. 16, 2, ist ἄριστον das erste Frühstück, was ἅμ' ἠοῖ bereitet wird; bei d. Att. ist ἄριστον das zweite Frühstück, um Mittag aus. Das erste Frühstück heißt bei den Att. ἀκράτισμα, das zweite bei Hom. δεῖ πνον. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 124 Od. 16, 2 u. Lehrs Aristarch. p. 132 sqq. – Aesch. Ag. 322; Her. 1, 63; Ar. Nubb. 415.
-
3 ἄριστον
ἄριστον, τό,A morning meal, breakfast, twice in Hom.,ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2
, cf. Il.24.124;ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr. 182
, cf. Ag. 331: later, breakfast was called ἀκράτισμα, and ἄριστον was the midday meal, our luncheon, cf. Th.4.90, 7.81; ἄ. αἱρεῖσθαι, ποιεῖσθαι, Hdt.3.26, 6.78;ἀπ' ἀρίστου μέχρι δείλης Arist. HA 619a15
. [[pron. full] ᾱ; [var] contr. from [pron. full] ᾰ (y) ερι-στον, cf. Goth. air, OHG. ēr 'early', Avest. ayar[schwa] 'day'; also [pron. full] ᾱ (y) ερ- in ἦρι, ἠέριος; -στο- from -d-to-, root ed- 'eat'.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστον
-
4 ἄριστον
ἄριστον: breakfast; in Homer taken not long after sunrise; only ἐντύνοντο ἄριστον, Ω 12, Od. 16.2.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄριστον
-
5 ἄριστον
ἄριστον, ου, τό (s. ἀριστάω) in early Gk. meal eaten early in the day (later called ἀκράτισμα, from the custom of dipping bread in wine), then the noon meal.① breakfast (so Hom. et al.; GDI 5495, 45 [Ionic]; POxy 519, 17; 736, 28; PTebt 116, 36; Sus 13 Theod., cp. 12 LXX) Lk 14:12 differentiated fr. δεῖπνον (as Polyaenus 4, 3, 32 ἄριστον κ. δεῖπνον; Jos., Ant. 8, 356).② noon meal (Thu. 4, 90, 3; 7, 81, 1; Athen. 1, 9, 10, 11b δεῖπνον μεσημβρινόν, cp. 2 Km 24:15; Tob 2:1; JosAs 3:3; Demetr.: 722 Fgm. 1, 14 Jac.; Jos., Ant. 5, 190) Mt 22:4 and meal gener. (PTebt 120, 82 [I B.C.]; Tob 12:13; Bel 34; 37; ViHab 7 [p. 86, 10 Sch.]; Jos., Ant. 2, 2) Lk 11:38; 14:15 v.l.—In both mngs. loanw. in rabb.—B. 354. DELG. M-M. -
6 αριστον
IIIτό (ᾱ - эп. ᾰ)1) ранняя трапеза, утренний завтрак Hom., Aesch.2) полуденная трапеза, дневной завтрак Her., Thuc., Arph., Arst. -
7 Αριστον
-
8 Ἄριστον
-
9 ἄριστον
-
10 ἄριστον
Βλ. λ. άριστον -
11 ἅριστον
Βλ. λ. άριστον -
12 ἄριστον
{сущ., 3}1. ранняя трапеза, утренний завтрак;2. полуденная трапеза, обед, дневной завтрак.Ссылки: Мф. 22:4; Лк. 11:38; 14:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄριστον
-
13 άριστον
{сущ., 3}1. ранняя трапеза, утренний завтрак;2. полуденная трапеза, обед, дневной завтрак.Ссылки: Мф. 22:4; Лк. 11:38; 14:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άριστον
-
14 ἄριστον
обедἄριστόνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄριστον
-
15 ἄριστόν
обедἄριστονΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄριστόν
-
16 άριστον
το мор. полдник (у военных моряков) -
17 ἄριστον
1. ранняя трапеза, утренний завтрак; 2. полуденная трапеза, обед, дневной завтрак.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄριστον
-
18 ἄριστον
-ου + τό N 2 0-1-0-0-8=9 2 Sm 24,15; TobS 2,1.4; 12,13; SusTh 13midday meal, lunch, dinner TobS 2,1ὥρα ἀρίστου lunchtime, noon 2 Sm 24,15 -
19 Παν μέτρον άριστον
• Все хорошо в меруИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παν μέτρον άριστον
-
20 ἄριστος
ἄριστος (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαϑός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεϑ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαϑὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς ϑέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύϑοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ ϑέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰϑύν ἐστε μάχεσϑαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, ϑεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν κάρτεΐ τε σϑένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ ϑεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀϑανάτων Iliad. 20, 122; ϑεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων ϑῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; ϑυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσϑαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; ϑεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσϑος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.
См. также в других словарях:
ἅριστον — ἄριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστον , ἄριστος best masc acc sg ἄριστον , ἄριστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄριστον — morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστος best masc acc sg ἄριστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
Ἄριστον — Ἄριστος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄριστον μὲν ὕδωρ. — См. Голая правда, истина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντων μέτρον ἄριστον. — πάντων μέτρον ἄριστον. См. Всему счет, мера и граница … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τἄριστον — Ἄριστον , Ἄριστος masc acc sg ἄριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστον , ἄριστος best masc acc sg ἄριστον , ἄριστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤριστον — ἄριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστον , ἄριστος best masc acc sg ἄριστον , ἄριστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίστω — ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc dual (epic) ἄριστον morning meal neut gen sg (epic doric aeolic) ἀ̱ρίστω , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc dual (attic) ἀ̱ρίστω , ἄριστον morning meal neut gen sg (attic doric aeolic) ἄριστος best… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίστοιν — ἄριστον morning meal neut gen/dat dual (epic) ἀ̱ρίστοιν , ἄριστον morning meal neut gen/dat dual (attic) ἄριστος best masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίστοις — ἄριστον morning meal neut dat pl (epic) ἀ̱ρίστοις , ἄριστον morning meal neut dat pl (attic) ἄριστος best masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)