-
1 αρχικά
ἀρχικόςof: neut nom /voc /acc plἀρχικά̱, ἀρχικόςof: fem nom /voc /acc dualἀρχικά̱, ἀρχικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἀρχικά
ἀρχικόςof: neut nom /voc /acc plἀρχικά̱, ἀρχικόςof: fem nom /voc /acc dualἀρχικά̱, ἀρχικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 αρχικά
I.anfangsII.zunächst -
4 αρχικά
initialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρχικά
-
5 αρχικός
-
6 αρχικάς
-
7 ἀρχικάς
-
8 ἀρχικός
A of or for rule, royal, ;γένος Th.2.80
; official,δικαστήριον Chor.
in Rev.Phil.1.219: neut. pl. ἀρχικά as Subst., perh. presents demanded by officials on entering office, PTeb. 3.57A22.2 of persons, fit for rule, command, or office, Pl.Prt. 352b, al., Isoc.2.24; having served as magistrates, CIG 2774 ([place name] Aphrodisias): c. gen.,ἀνθρώπων X.Mem.1.1.16
; ;φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν Arist.EN 1161a18
;ἔστιν -κώτατα τῶν γενῶν Σκύθαι καὶ Θρᾷκες καὶ Πέρσαι Isoc.4.67
. Adv.-κῶς, ἔχοντες Lib.Or.11.148
;ἱερατικῶς καὶ ἀ. φυλαττόμενα Just.Nov.58
.3 dominant, sovereign, ἡ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη the sovereign science, i.e. σοφία, Arist.Metaph. 982b4;τὴν ἀ. χώραν ἔχειν Id.PA 665b18
; ἀ. ἀρετή, opp. ὑπηρετική, Id.Pol. 1260a23:—Math., principal, ἀ. συμπτώματα, of the properties of a curve, Apollon.Perg.Con.1 Praef.; ἀ. διάμετροι principal diameters, ib.1.51.2 ἀ. σχῆμα ποιήσεως in which the poet commences with an invocation of the Muses, Zeus, etc., Anon.Fig.p.149S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχικός
См. также в других словарях:
ἀρχικά — ἀρχικός of neut nom/voc/acc pl ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc/acc dual ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιών — Αρχικά ονομαζόταν Σ. ένας λόφος της Ιερουσαλήμ. Όταν η πόλη μεγάλωσε, ονομάστηκε έτσι και ένας άλλος, κοντινός προς τον πρώτο, λόφος, όπου υπήρχε ναός με την κιβωτό της Διαθήκης. Επειδή μάλιστα οι Εβραίοι θεωρούσαν το ναό αυτό κατοικία του θεού,… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek
λάβαρο — Αρχικά ήταν είδος ρωμαϊκής σημαίας και επρόκειτο για τετράγωνο ύφασμα, το οποίο κρεμιόταν σε κοντάρι ή ιστό· η λέξη προέρχεται άλλωστε από το λατινικό labarum. Λ. ονομάστηκε και η πρώτη αυτοκρατορική σημαία, την οποία ύψωσε στο Βυζάντιο ο Μέγας… … Dictionary of Greek
ραψωδία — Αρχικά η λέξη σήμαινε μέρος ή απόσπασμα ενός επικού ποιήματος, που έψελναν ή αφηγούνταν στην αρχαία Ελλάδα οι ραψωδοί. Όταν ο όρος ρ. εισήχθη στη νεότερη μουσική, στις αρχές του 19ου αι., με την κίνηση του ρομαντισμού, υποδήλωνε μια σύνθεση, πολύ … Dictionary of Greek
σερασκέρης — Αρχικά, ο διοικητής μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής μονάδας και από τον 19o αι. ο υπουργός των Στρατιωτικών. Επίσης, από τα τέλη του 16ου αι., όταν οι Τούρκοι σουλτάνοι έπαψαν να διοικούν προσωπικά τον στρατό, τον τίτλο του σ. είχαν οι αναπληρωτές … Dictionary of Greek
φαέθων — Αρχικά απλό επίθετο του θεού Ήλιου, αργότερα ουσιαστικό και όνομα προσώπου της ελληνικής μυθολογίας. Κατά τον Ησίοδο, ήταν γιος της Αυγής και του Κέφαλου, ενός θνητού. Η Αφροδίτη τον απήγαγε και τον έκανε νυχτοφύλακα του ουράνιου ναού της. Άλλη… … Dictionary of Greek
Ηλύσιον — Αρχικά, Η. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες κάθε τόπος ιερός και άβατος, αφιερωμένος σε κάποια θεότητα. Αργότερα ονομάστηκε Η. πεδίον ένας φανταστικός τόπος, που είχε δέντρα αειθαλή, δεν έπεφτε εκεί ούτε βροχή ούτε χιόνι, έπνεε πάντα ζέφυρος… … Dictionary of Greek
ΟΟΣΑ — Αρχικά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης που δημιουργήθηκε από τα κράτη της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Διεθνώς αναφέρεται ως O.E.C.D., από τον αγγλικό τίτλο Organization for Economic Cooperation and Development ή … Dictionary of Greek
τρίκλινο — Αρχικά, το ρωμαϊκό τ. ήταν τραπέζι, που από τις 3 πλευρές του τοποθετούσαν ισάριθμα κρεβάτια (κλίνες) για τους καλεσμένους, οι οποίοι έτρωγαν ξαπλωμένοι, γερμένοι στην αριστερή πλευρά τους. Ο οικοδεσπότης ήταν ξαπλωμένος στην επάνω άκρη του… … Dictionary of Greek