-
1 ἄντικρυς
ἄντῐκρῠς, Adv.A straight on, right on, ἄντικρυς ἰὼν παρεκαθέζετο ἐκ δεξιᾶς he came straight up and.., Pl.Euthd. 273b, cf. Ar.Lys. 1068, Th.2.4; alsoεἰς τὸ ἀ. πορεύεσθαι Pl.Smp. 223b
.2 outright, openly, without disguise,ὅπως ἄ. τάδ' αἰνέσω A.Ch. 192
;ὁ χρησμὸς ἄ. λέγει Ar. Eq. 128
;εὔχονταί γε πλουτεῖν ἄ. Id.Pl. 134
;ἄ. ἔφη χρῆναι πλεῖν Th. 6.49
; ; οὐδὲν ἢ ἄ. δουλείαν downright slavery, Id.1.122;ἡ ἄ. ἐλευθερία Id.8.64
; οὐκ ἄ. not at all,οὐ διοίσοντ' ἄ. τῶν Ἡρακλειδῶν Ar.Pl. 384
.3 sts. of Time, straightway,συλλαβόντες ἄγουσιν ἄ. ὡς ἀποκτενοῦντες Lys.13.78
, cf. Men.Pk.38, Pl.Ax367a.II later, = ἀντικρύ, opposite, ἄ. εῖναι to oppose, Arist.EE 1243a37;ἄ. ἐπιέναι
against,D.H.
3.24;καταστῆναι Plu.Sol.27
;κατακλιθῆναί τινος LXX 3 Ma.5.16
; ἐν τῇ ἄ. πυαλίδι CIG (add.) 4224e ([place name] Cragus): c. gen.,ἄ. Χίου Act.Ap.20.15
, cf. PTeb.395.4(ii A.D.), etc.—Gramm. distinguish ἀντικρύ, = ἐξ ἐναντίας, and ἄντικρυς, = φανερῶς, διαρρήδην, cf. AB408, but ἀντικρύ (q.v.) has both senses in Hom. (- κρυ ([etym.] ς) prob. akin to κέρας, κάρα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄντικρυς
-
2 άντικρυς
-
3 ἄντικρυς
-
4 αντικρυς
adv.1) (на)против, прямо, навстречу(ἀ. δίοδος ἐς τὸ ἔξω Thuc.; χωρεῖν Arph.)
εἰς τὸ ἀ. πορεύεσθαι παρά τινα Plat. — прямо ввалиться к кому-л.2) прямо, напрямик(αἰνειν Aesch.; εἰπεῖν Thuc.; λέγειν Arph.; γράφειν Dem.)
οὐ διαφέρειν ἄ. τινος Arph. — нисколько не отличаться от кого(чего)-л.;ὅ ἄ. Thuc. — подлинный, настоящий3) тут же, тотчас же, немедленно(συλλαβόντες ἄγουσιν ἄ. τὸν κακουργόν Lys.)
4) наперекор(ἀ. εἶαί τινος Arst.)
-
5 ἄντικρυς
ἄντικρυς adv. (s. ἀντί; Hom. et al.; oft. Joseph.; ἀντικρύ t.r.; on the form s. Kühner-Bl. I p. 298f; W-S. §5, 28b; B-D-F §21; Mlt-H. 328; Thackeray p. 136) opposite (Ath. 4, 1 ‘frankly’ declaring that there is no god) functions as prep. w. gen. (Themistocl., Ep. 20 ἄ. τοῦ θρόνου. POxy 43 verso III, 20 ἄ. οἰκίας Ἐπιμάχου. PTebt 395, 4; 3 Macc 5:16; Philo, Op. M. 79; Jos., Ant. 15, 410) ἄ. Χίου Ac 20:15; ἄ. αὐτῶν ApcPt 11:26 (cp. POxy 471, 81f ἄ. τοῦ δεῖνα).—DELG s.v. ἀντικρύ. M-M. -
6 άντικρυς
επίρρ. всецело; совсем, совершенно;άντικρυς αντίθετος — совершенно противоположный, совсем другой, совсем непохожий
-
7 ἄντικρυς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄντικρυς
-
8 άντικρυς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άντικρυς
-
9 ἀντικρύς
ἀντι-κρύ, ἀντικρύς: opposite, straightforward, straight through; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος ἀντικρύ, Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘outright,’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘completely’ off, Il. 16.116, Il. 23.866; often joined w. foll. prep., παραί, διά, κατά, ἀνά.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντικρύς
-
10 ἄντικρυς
(на)против, прямо, навстречу.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄντικρυς
-
11 ἄντικρυς
+ 0-0-0-0-1=1 3 Mc 5,16[τινος]: opposite, beforeCf. SOLLAMO 1979, 318-319 -
12 ἄντικρυς
-
13 ἀντι-κρύ
ἀντι-κρύ ( ἀντί u. κρούω), gerade durch; der Sprachgebrauch unterschied dies Wort von ἄντικρυς, welches ursprünglich nicht verschieden war. Die Ansicht der alten Gramm. s. z. B. Scholl. Iliad. 3, 359 διαφέρει τὸ ἀντικρύ τοῦ ἄντικρυς προπαροξυτόνου· τὸ μὲν γὰρ ἀντικρύ δηλοῖ τὸ ἐξ ἐναντίας, τὸ δὲ ἄντικρυς τὸ φανερῶς. Dieser Unterschied läßt sich nicht festhalten, s. Buttmann Ausf, Gr. tom. 2 §. 117 p. 366 ed. 2. Hom. hat ἄντικρυς nicht, ἀντικρύ oft, der ältere Atticismus hat ἀντικρύ nicht, ἄντικρυς oft. S. über ἄντικρυς den folg. Art,; ἀντικρύ heißt bei Hom.: 1) gegenüber, entgegen, μάχεσϑαι Il. 5, 130; ἀντικρὺ μεμαώς, geradezu darauf los, 13, 137; ἀντικρὺ ἀπόφημι, gerade ins Gesicht, geradezu, 7, 362, vgl. ἄντικρυς. Auch mit dem gen., Ἕκτορος ἀντικρύ Il. 8, 301; so auch Pol. 4, 43 οἱ ἀντικρὺ τῆςἈσίας τόποι; im Att, ist καταντικρύ das Gewöhnliche. – 2) gerade, ursprünglich wohl von Geschossen, die auf der entgegengesetzten Seite wieder herauskommen, z. B. ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλϑεν Il. 4, 481; ἀντικρὺ κατὰ κύστιν 5, 67; ἀντικρὺ δὲ διέσχε, drang auf der andern Seite hervor, 5, 100; ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od. 10, 162; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, gerade in die Mitte, Il. 16, 285. Homerische Nachahmung Xen. Cyr. 7, 1, 30 ἀντικρὺ δι' αὐτῶν εἰς τὴν τῶν Αἰγυπτίων φάλαγγα ἐμβάλλει. – 3) geradezu, ganz u. gar, ἀντικρὺ ἀπαράσσειν, gänzlich abhauen, bis auf die entgegengesetzte Seite, Il. 16, 116, vgl. 23, 673. – Bei Ap. Rh. 4, 1612 ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔικτο = ἄντην. [υ ist bei Hom. in der Vershebung lang, in der Senkung Il. 5, 130 u. bei Attikern wie in ἄντικρυς kurz.]
-
14 ἄντι-κρυς
ἄντι-κρυς, grade durch; über den Unterschied von ἀντικρύ s. d, Vor.; ἄντικρυς wird gebr.: a) örtlich, geradeswegs, Thuc. 2, 4; χωρεῖν ἄντικρυς Ar. Lys. 1069; ἰών Plat. Euthyd. 273 b; vgl. Conv. 223 b; Plut. Caes. 4 Pomp. 60. – b) übertr., geradezu, ausdrücklich, offenbar, τάδ' αἰνέσω Aesch. Ch. 190; ἄγειν ὡς ἀποκτενῶν Lys. 13, 78; αὐτὰ τοίνυν ἄντικρυς ἐμοὶ πέπονϑας, da geht es dir gerad' ebenso wie mir, Ar. Eccl. 362; καὶ διαῤῥήδην Dem. 19, 36; γράφειν 24, 46; καταλιπεῖν ἀργύριον 52, 24; ἀπαγορεύειν Luc. Nigr. 13; Dio Chrys. 2, 88; auch bei subst., ἡ ἄντικρυς ἐλευϑερία Thuc. 8, 64; vgl. 1, 122. – c) auf die Zeit geht es Axioch. 367 a, sofort. – Sp. brauchen es wie ἀντικρύ, gegenüber, τινός, Plut. Lucull. 9; App. Pun. 8, 103.
-
15 ἀντικρύ
ἀντικρύ, Adv.A = ἄντην, over against, right opposite, θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι I1.5.130: c. gen., Ἕκτορος ἀντικρύ ib.8.301.II = ἄντῐκρυς, straight on, right on,ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od.10.162
; ἀντικρὺ μεμαώς I1.13.137: mostly followed by a Prep., ;ἀντικρὺ δι' ὤμου 4.481
, cf. Od.22.16; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον right in the middle, I1.16.285; once in X.,ἀντικρὺ διᾴττων Cyr.7.1.30
; cf. καταντῑκρύ.2 outright, utterly, quite, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι I1.7.362;ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε 16.116
;ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔϊκτο A.R.4.1612
, etc. (Cf. ἄντικρυς sub fin.) [[pron. full] ν ¯ generally, but [pron. full] ῠ I1.5.130, 819; [pron. full] ῐ by nature (cf.καταντῐκού Ar.Ec.87
), [pron. full] ῑ by po ition in [dialect] Ep.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικρύ
-
16 παρ-αγωγή
παρ-αγωγή, ἡ, 1) das Nebenbeiführen, das Abführen vom rechten Wege, die Täuschung; ἀπάτης, Her. 6, 62; τοῦ πράγματος παραγωγή, Dem. 30, 26; παραγωγάς, ἃς οὗτοι ποιήσονται, 23, 219; die Ueberredung durch Bitten, τῆς τῶν ϑεῶν ὑπ' ἀνϑρώπων παραγωγῆς, Plat. Rep. II, 364 d; Sp., οὐ περιπλοκάς, οὐδὲ παραγωγάς, ἀλλ' ἄντικρυς ἔφη, Plut. Fab. Max. 4. – Eine Seitenbewegung der Phalanx, Xen. Lacon. 11, 9; vgl. Pol. 10, 21, 5; aber ποιεῖσϑαι τὴν παραγωγήν von Schiffen = die Landung bewerkstelligen, 8, 7, 4. – Xen. An. 5, 1, 16 scheint es = Fahren am Ufer entlang zu sein. – Hell. 5, 1, 8 ist παραγωγὴ τῶν κωπῶν eine Handhabung der Ruder, um kein Geräusch zu machen. – 2) Abweichung vom rechten Wege, von mundartlichen Verschiedenheiten, οἱ Ἴωνες γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων, Her. 1, 142. – Uebertretung, Fehler, αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαὶ γενόμεναι, Plat. Legg. V, 741 d. – 3) bei den Gramm. = Ableitung.
-
17 ἐπι-κρύπτω
ἐπι-κρύπτω, verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προςγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Ggstz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσϑαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν πεντάκις χιλίων ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤϑροισεν ὡς μάλιστα ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληϑῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσϑῆτι Caes. 38.
-
18 ιρις
ἴριδος (ῑρ) ἥ (эп. dat. pl. ἴρισσιν)1) радуга(δράκοντες ἴρισσιν ἐοικότες Hom.; ἥ ἶ. δι΄ ἀνάκλασιν γίγνεται Arst.; ἶ. ἄντικρυς ἡλίου φαίνεται Plut.)
ἠΰτε πορφυρέην ἶριν τανύσσῃ Ζεύς Hom. — словно багряную радугу простер Зевс2) радужный круг(περὴ τοὺς λύχνους Arst.; ἐπὴ τέν κεφαλήν τινος NT.)
3) цветной кружок (на павлиньем хвосте)(ἐπ΄ ἄκροις τοῖς πτεροῖς Luc.)
4) бот. ирис(ἶ. ἄνθος Arst.)
-
19 481
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 481
-
20 κατακερματίζω
A chop up, cut into pieces, freq. metaph., κ. αὐτὴν (sc. ἀρετὴν)κατὰ μόρια Pl.Men. 79c
;τὴν μίαν τέχνην εἰς πολλάς Gal.Thras.24
; κ. τὴν τέχνην εἰς μικρά fritter it away, Demetr.Eloc. 76;τὴν μουσικήν Plu.2.1142b
;τοὺς ἀγῶνας Str.4.4.2
;τὸν λόγον Gal.1.246
:—[voice] Pass., to be cut up,φαίνεται εἰς σμικρότερα κατακεκερματίσθαι ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις Pl.R. 395b
;κατακεκερμάτισται.. ὡς οἷόν τε σμικρότατα Id.Prm. 144b
; κατακεκ. ἐρωτήσεσι πρὸς ἀποκρίσεις cut up into questions and answers, Id.Sph. 225b, cf. 257c, 258e, Plot.3.9.2;διήγησις εἰς μικρὰς κ. τομάς D.H.Th.9
;σύνθεσις κατακεκομμένη καὶ -ισμένη Demetr.Eloc.4
;ἄντικρυς μικρὰ καὶ -ισμένα Longin.42
; τοῦ πυρετοῦ.. κατακερματιζομένου gradually becoming slighter, Hp. Acut.(Sp.) 13: seldom in lit. sense, Porph.Marc.10 ([voice] Pass.); also, change into smaller coin, POxy.1411.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακερματίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄντικρυς — straight on indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… … Dictionary of Greek
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
GENIATUS — apud Iul. Capitolin. in Vero, Fuit decorus corpore, vultu genitus, barbâ prope barbarice demissâ etc. Salmas. Gr. ὠραῖος, qui facie est venusta et geniali et plurimum gratâ, atqueve amabili. Genitus enim, inquit, venustas est et gratia,… … Hofmann J. Lexicon universale
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
μειρακιώδης — μειρακιώδης, ῶδες (Α) [μειράκιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.) 2. νεαρός 3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
χοιρόνους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό νους, ὀξύ νους] … Dictionary of Greek
Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… … Dictionary of Greek
ant-s — ant s English meaning: forward, before, outer side Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn” Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( … Proto-Indo-European etymological dictionary