-
1 σίδᾱρος
-
2 σίδαρος
1 iron ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου sword O. 10.37 ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου hammer P. 4.246 -
3 σίδαρος
σίδᾱρος, σίδηροςiron: masc nom sg (doric) -
4 σίδηρος
σίδηρος, ὁ, dor. σίδᾱρος, Eisen, Stahl; bei Hom. bes. mit den Beiworten πολιός und αἴϑων, auch πολύκμ ητος, u. bei Hes. O. 153 μέλας. Es fand unter allen Metallen dei den Griechen am spätesten allgemeinen Eingang, dah. bei Hom. viel seltner als χαλκός; Gegenstand des Tauschhandels, Od. 1, 184; vgl. Hes. O. 157; Pind. u. Tragg.: χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Aesch. Prom. 502; διέλαχον σφυρηλάτῳ Σκύϑῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν Spt. 817, Eisen für »Schwert«, κτείνοντ' αἴϑωνι σιδήρῳ, Soph. Ai. 147; τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαῤῥοάς, Eur. Hec. 567; ϑηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν, Phoen. 68: u. in Prosa überall: οἱ Ἀϑηναῖοι τὸν σίδηρο κατέϑεντο, Thuc. 1, 6, trugen keine Schwerter mchr; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Plat. Legg. XII, 956 a, u. öfter. Bei Xen. Hell. 3, 3, 7, ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον, wird erklärt »auf den Eisenmarkt«. – Nic. Ther. 924 hat auch ἡ σίδηρος gebraucht. – Im plur. findet sich zuweilen τὰ σίδηρα. Vgl. σίδηρον.
-
5 ὠμό-φρων
-
6 βραχυσιδαρος
-
7 σευω
(impf. ἔσσευον - эп. σεῦον, aor. 1 ἔσσευα - эп. σεῦα; med.: praes. σεύομαι и σοῦμαι, aor. 2 ἐσ(σ)ύμην с ῠ - эп. 3 л. sing. σύτο, part. σύμενος; pass.: aor. ἐσ(σ)ύθην и σύθην, pf. со знач. praes. ἐσσῠμαι - part. ἐσσυμένος и ἐσσύμενος, ppf. ἐσσύμην) тж. med.1) гнать, преследовать(τινά Hom.)
2) прогонять, отгонять(λέοντα ἀπὸ μεσσαύλοιο Hom.; κακότητα ἀπὸ καρήνου HH.)
3) выгонять(ἐκ πεδίοιο ἵππους Hom.)
4) погонять или (от)пускать5) отбрасывать(σ. τινὰ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ΄ ἀείρας Hom.)
6) подгонять, подталкивать, побуждать(νόον πρὸς μόχθον Anth.)
7) натравливать(κύνας ἐπὴ συῒ καπρίῳ Hom.)
8) бросать, швырятьσ. τι κυλίνδεσθαι Hom. — покатить что-л.;
στρόμβον σ. Hom. — запускать кубарь;αἷμα σ. Hom. — пускать кровь струей9) med.-pass. (тж. ποσσὴν σ. Hom.) устремляться, бросаться, спешить(ἐπὴ τεύχεα Hom.)
σεύεσθαι διώκειν Hom. — бросаться в погоню;σεύεσθαι ἐπ΄ ὄρεα Hom. — мчаться по горам;αἷμα σύτο Hom. — хлынула кровь;ἀφ΄ ἑστίας συθείς Aesch. — покинувший домашний очаг;ἐκ πυρὸς συθεὴς σίδαρος Aesch. — закаленное на огне железо;πάλιν συθῶμεν Soph. — поспешим назад;ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι Hom. — чтобы дрова скорее горели;ἐσσύμενος ὁδοῖο Hom. — с нетерпением ждущий отъезда; -
8 σιδηρος
дор. σίδᾱρος ὅ1) железо(πολιός Hom.; μέλας Hes.)
κτείνειν σιδήρῳ Eur. — убивать мечом или ножом
3) рынок железных товаров, скобяная торговля Xen. -
9 χρηματοδαιτης
κτεάνων χ. πικρὸς σίδαρος Aesch. — жестокое железо, разделяющее (по-новому отцовское) достояние
-
10 ωμοφρων
2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый(λύκος, σίδαρος Aesch.; πατήρ Soph.; μήτηρ = Κλυταιμνήστρα Eur.)
-
11 βραχυσίδηρος
A with a short, small head, Pi.N.3.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυσίδηρος
-
12 κούριμος
3 as Subst., ἡ κούριμος Tragic mask for mourners, with the hair cut close, AP7.37 (Diosc.), cf. Poll.4.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούριμος
-
13 λαιμοτόμος
λαιμο-τόμος, ον,II proparox. [full] λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec. 208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA 776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id. Ion1054 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμοτόμος
-
14 νεοθήξ
A = νεοθηγής, σίδαρος Sapph.119, AP7.181 (Andronic.), cf. Archestr.Fr.31. -
15 σίδαιον
σίδαιον· ἑτεροκλινές, Hsch. (fort. σκαιόν). [full] σίδᾱρος, [dialect] Dor. for σίδηρος; for all forms in σιδαρ-,A v. σιδηρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίδαιον
-
16 σίδηρος
σίδηρος [pron. full] [ῐ], [dialect] Dor. [full] σίδᾱρος IG42(1).102.61 (Epid., iv B.C.), etc.: ὁ; also ἡ, Nic.Th. 923: neut. [full] σίδηρον, τό, Sch.D Il.4.151, v.l. in Hdt.7.65 and Daimachus 4J. (but prob.A f.l. for σιδήριον in Gal.19.72, cf. Hsch. s.v. Ἀκίς): pl.σίδηρα Aret.SD2.12
, EM26.36, Tz. (v. infr.): — iron,σ. πολιός Il.9.366
, Od.24.168;ἰόεις Il.23.850
; ;αἴθων Il.4.485
, al.;πολύκμητος 6.48
, al., cf. Od.9.393; as an article of traffic,οἰνίζοντο.. Ἀχαιοί, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σ. Il.7.473
;πλέων.. μετὰ χαλκόν· ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od.1.184
; χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σ., of treasures, Il.11.133, al.; as a prize, 23.261, 850; Σκύθης σ., because brought from the Euxine, A. Th. 818; ὁ πόντιος ξεῖνος.. θηκτὸς σ. ib. 942 (lyr.).2 freq. as a symbol of hardness (cf.σιδήρεος 1.2
), or of stubborn force, Il.20.372, Od.19.494; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ ς. ib. 211;οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Il.4.510
;ἐκ σ. κεχάλκευται.. καρδίαν Pi.Fr.123.4
, cf. S. Fr. 658;ἦσθα πέτρος ἢ σ. E.Med. 1279
(lyr.), cf. Pl.Lg. 666c; also of firmness, steadfastness, πέτρης ὅ γ' ἔχων νόον ἠὲ ς. Mosch.4.44, cf. Ach.Tat.5.22.II anything made of iron, iron tool or implement, for husbandry, Il.4.485, cf. 23.834: also of weapons, arrow-head, 4.123; sword or knife, 18.34, 23.30;αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σ. Od. 16.294
, cf. E.Or. 966 (lyr.); axe-head, Od.19.587: generally, arms,οἱ Ἀθηναῖοι σ. κατέθεντο Th.1.6
; (Galatia, i B.C.): also, knife, sickle, Hes.Op. 387: pl., fishing-hooks, Theoc.21.49; irons, fetters, Aret.SD2.12, Tz.H.13.302; cf. σιδήριον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίδηρος
-
17 στονόεις
A causing groans or sighs,βέλεα Il.8.159
; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383;στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868
(Corc., vi B.C.);ὅμαδος Pi.I.8(7).25
;ὀϊστοί Od.21.60
;κήδεα 9.12
;εὐνή 17.102
; ; (lyr.); (lyr.); ;τύμβος IG3.1354
.2 full of moaning,ἀοιδή Il.24.721
; (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El. 147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant. 1145 (lyr.): neut. as Adv.,στονόεν λέλακε χώρα A.Pr. 407
(lyr.), cf. Opp.C.3.213.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στονόεις
-
18 ὠμόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμόφρων
См. также в других словарях:
σίδαρος — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σίδηρος … Dictionary of Greek
σίδαρος — σίδᾱρος , σίδηρος iron masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθήξ — νεοθήξ, ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, αγος, ὁ και ἡ (Α) νεόθηκτος* («νεόθαξ σίδαρος», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήξ (< θήγω), πρβλ. φιλο θήξ] … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδήριον — και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [σίδηρος / σίδαρος] 1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους 2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο 3. η μάχαιρα («σιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.) 4. σίδηρος 5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» η σμίλη τού… … Dictionary of Greek
σιδηρίσκος — και δωρ. τ. σιδαρίσκος, ὁ, Α είδος ιατρικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… … Dictionary of Greek
ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek