Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σίδαρος

См. также в других словарях:

  • σίδαρος — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σίδηρος …   Dictionary of Greek

  • σίδαρος — σίδᾱρος , σίδηρος iron masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοθήξ — νεοθήξ, ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, αγος, ὁ και ἡ (Α) νεόθηκτος* («νεόθαξ σίδαρος», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήξ (< θήγω), πρβλ. φιλο θήξ] …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σιδήριον — και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [σίδηρος / σίδαρος] 1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους 2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο 3. η μάχαιρα («σιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.) 4. σίδηρος 5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» η σμίλη τού… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίσκος — και δωρ. τ. σιδαρίσκος, ὁ, Α είδος ιατρικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… …   Dictionary of Greek

  • ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»