-
1 εσσα
-
2 έσσα
-
3 ἕσσα
-
4 ἔσσα
-
5 ἕσσα
-
6 ἕσσα
ἕσσα, ἕσσαι, ἑσσάμενος: see ἕννῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕσσα
-
7 ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψῐ-κρᾰν[ά]εσσα [νᾰ], fem. Adj.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικραν[ά]εσσα
-
8 χαρίεις,-εσσα,-εν
A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8,3beautiful, attractive -
9 αμπελόεις
εσσα, εν см. αμπελόφυτος -
10 ανεμόεις
εσσα, εν см. ανεμόδαρτος -
11 αστερόεις
εσσα, εν см. αστεροβριθής -
12 ιλυόεις
-
13 ιχθυόεις
εσσα, εν изобилующий рыбой, рыбный -
14 χαρίεις
εσσα, εν уст. прелестный; грациозный, изящный; миловидный, привлекательный -
15 ἕσσαι
ἕσσα, ἕσσαι, ἑσσάμενος: see ἕννῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕσσαι
-
16 ἑσσάμενος
ἕσσα, ἕσσαι, ἑσσάμενος: see ἕννῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑσσάμενος
-
17 πετραέσσας
πετρᾱέσσᾱς, πετρήειςrocky: fem acc pl (doric)πετρᾱέσσᾱς, πετρήειςrocky: fem gen sg (doric) -
18 τιμάεσσα
τῑμά̱εσσα, τιμήειςhonoured: fem nom sg (doric)τῑμά̱εσσα, τιμήειςhonoured: fem nom /voc sg (doric) -
19 πρασόεις
πρασόεις, εσσα, εν, lauchartig, Opp. Hal. 1, 107.
-
20 προς-φωνήεις
προς-φωνήεις, εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.
См. также в других словарях:
ἕσσα — ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικραν(ά)εσσα — ἡ, Α επίθ. ψηλή και τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾱνον, πρβλ. κρανίον) + κατάλ. όεις* / εσσα] … Dictionary of Greek
αστερόεις — εσσα, εν (AM ἀστερόεις, εσσα, εν) [αστήρ] 1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα η σημαία των ΗΠΑ) 2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι … Dictionary of Greek
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
πανωπήεις — εσσα, εν, Α ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ὠπ τού ὄπωπα (πρβλ. συνθ. σε ωψ, μύ ωψ) + κατάλ. ήεις] … Dictionary of Greek
παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πεδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που κείται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πελιδνήεις — έσσα, εν Α (ποιητ. τ.) πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. ήεις (πρβλ. αυγ ήεις)] … Dictionary of Greek